Φρέσκα

τα παιδιά τα ζόρικα, τ’ ατίθασα…ΚΑΚΟΥΡΓΟΣ

του Χρήστου  Πιπίνη

 

Γνώρισα μουσικά τον Κακούργο στις αρχές της δεκαετίας του 90 σ' ένα μαγαζί στου Μακρυγιάννη, αν θυμάμαι καλά, το "Χάος". Στο χώρο αυτό βρέθηκα τις πρωινές ώρες  μετά από παρότρυνση της παρέας να συνεχίσουμε τη διασκέδαση που είχαμε ξεκινήσει από το μαγαζί του συγχωρεμένου πλέον, Μάκη Ψωμιάδη που βρισκόταν στο κέντρο. Η αλήθεια είναι ότι στη συγκεκριμένη σύναξη βρέθηκα "από σπόντα" και χωρίς να γνωρίζω προσωπικά τα μέλη της παρέας που αποτελούνταν από "επώνυμους" πανεπιστημιακούς καθηγητές και κατ' επέκταση σχολιαστές της επικαιρότητας από τα μίντια. Το βράδυ κυλούσε μάλλον βαρετά  αφού το πρόγραμμα  του μαγαζιού ήταν της σχολής σκυλοπόπ με τακτικές εναλλαγές των τραγουδιστών-τριών.

Τη βαρεμάρα μας τη διοχετεύαμε σε συνεχείς ρίψεις λουλουδιών προς κάθε κατεύθυνση, όπου ήταν φανερό ότι o γίγαντας Μάκαρος είχε δώσει  αυστηρή εντολή  στις λουλουδούδες, να μη μας λείψουν. Κάθε τόσο λοιπόν άδειαζαν  γεμάτες καλαθούνες στο τραπέζι, ενώ τα ποτά, οι πάγοι και τα παρελκόμενα, φρεσκαριζόντουσαν τακτικότατα, ακολουθώντας  τις εντολές του αφεντικού, ο οποίος  φρόντιζε να μη μας λείψει το παραμικρό και να περνάμε ωραία! Κάποια στιγμή μάλιστα, μας καταδέχτηκε και μας έκανε την τιμή να κάτσει μαζί μας στο τραπέζι. Πρέπει να ομολογήσω ότι το ανάστημά, το βλέμμα του και γενικά η παρουσία του ήταν ιδιαιτέρως εντυπωσιακή. Λιγομίλητος, βαρύς με κάπως παράξενο εξεταστικό βλέμμα. Η κυρία μου μάλιστα, τον παρακολουθούσε εντυπωσιασμένη και μου ψιθύριζε ότι της θυμίζει ήρωα βγαλμένο από τα μυθιστορήματα του μεγάλου αστυνομικού συγγραφέα Ρέημοντ Τσάντλερ! Η αλήθεια είναι ότι εκτός από το βλέμμα του, το τεράστιο πούρο που κάπνιζε αλλά και η διαμαντοκοτρώνα που κοσμούσε το μεσαίο του δάκτυλο, συνέβαλαν στην μυθοποίηση του.

Όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε, μάθαμε ότι δεν χρωστάμε δεκάρα και ότι όλα τα καλούδια ήταν προσφορά του Μάκαρου. Κάποιος ανόητος από την παρέα, μας μουρμούρησε ότι δεν ήταν σωστό και ηθικό να δεχτούμε το κέρασμα, γιατί τα λεφτά του Ψωμιάδη προέρχονταν από «περίεργες» δραστηριότητες. Ο ίδιος φυσικά είχε καταρρίψει πριν, όλα τα ρεκόρ στις ρίψεις λουλουδιών προς τις χαριτωμένες  τραγουδίστριες, Μου γύρισε το μάτι με την υποκρισία της παρόλας του. Η αλήθεια είναι ότι αν τον ακούγαμε και πληρώναμε το ποσό με τους τόνους των λουλουδιών που πετάγαμε χαζίρικα όλη νύχτα δεξιά και αριστερά, θα έπρεπε να προσληφθούμε και να δουλεύουμε στον Μάκαρο για κάνα χρόνο. Ευτυχώς λειτούργησαν άμεσα τα Μπραχαμιώτικα αντανακλαστικά μου και πατώντας πόδι του είπα ότι αυτά δεν γίνονται διότι θα τον προσβάλλουμε, ότι απαγορεύεται η άγνοια στους νόμους της νύχτας  και ότι τέλος πάντων κάτι τέτοιο μπορεί να ήταν η αιτία να μπλέξουμε. Έκανε τάχα μου λίγο τον δύσκολο, αλλά τελικά ενέδωσε και αποχωρήσαμε σεμνά μέσα σε αγκαλιές και ασπασμούς με τον ιδιοκτήτη, ο οποίος μας δήλωσε ότι από δω και πέρα το μαγαζί του, θα ήταν το σπίτι μας!

Έτσι βρεθήκαμε στο » Χάος» για κάτι το καλό, μιας και η βλάβη από τη  ρύπανση που είχαμε δεχθεί προηγουμένως έπρεπε να επουλωθεί. Στο συγκεκριμένο ρεμπετομάγαζο τραγουδούσε δυστυχώς ο Κοντογιάννης, ο οποίος την εποχή εκείνη μεσουρανούσε μεν, προσωπικώς όμως   ούτε εκτιμούσα ούτε εκτιμώ ακόμα τις φωνητικές του δυνατότητες. Η έκπληξη ήρθε όμως από ένα μπουζουξή που ήταν στο πάλκο και ο οποίος κατ’ αρχήν με εντυπωσίασε με το ύφος και το στυλ του. Άγριος, βαρύς, γνήσια ρεμπετόφατσα, πράγμα σπάνιο για τις κομπανίες της εποχής που πολλοί το «έπαιζαν» απόγονοι του Μάρκου. Το παίξιμό του όμως…μαγικό. Τρίχορδο μπουζούκι, μέγας γνώστης των δρόμων του ρεμπέτικου και μεγαλειώδης σπηλαιώδης φωνή. Ώπα! Εδώ είμαστε είπα! Ήταν μια μεγάλη έκπληξη για την αφεντιά μου. Φυσικά σιχτίρισα τον εαυτό μου για την άγνοια μου, διότι υποτίθεται  είχα κάποια σχέση με αυτά. Όταν ρώτησα τι πληροφορίες υπάρχουν γι’ αυτόν τον άνθρωπο, το μόνο που έμαθα είναι ότι τον έλεγαν… ΚΑΚΟΥΡΓΟ.

Αργότερα πήρα και μερικές ακόμα πληροφορίες από τον αγαπημένο μου φίλο Νίκο Ξυδάκη. Σε μια συνάντηση που είχαμε στην Ερμιόνη, μου εξιστόρησε με το δικό του χιουμοριστικό τρόπο διάφορες ιστορίες που αφορούσαν τον Κακούργο, αλλά και άλλες πικάντικες, που συνέβησαν την περίοδο της ηχογράφησης της Γυφτιάς στο «Αγροτικόν» του Παπάζογλου.

Επειδή όμως κουράστηκα να γράφω, αλλά και για να σας κρατάω σε αγωνία θα επανέλθουμε αργότερα με ένα φρέσκο κείμενο σχετικά με μερικούς ακόμα  ενδιαφέροντες «κακούργους».

Παπάς Νίκος ή «Κακούργος»

Ο Νίκος Παπάς ή «Κακούργος» από το Δίστομο, έχει σημαντική συμβολή στο Ρεμπέτικο τραγούδι. Πιστός υπηρέτης του με πολλές συνεργασίες και δισκογραφική εμπειρία. Πρόλαβε εν ζωή πολλούς καλλιτέχνες του Ρεμπέτικου όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης.

Στην δισκογραφία πρωτοεμφανίστηκε το 1979 σε μια παραγωγή του Διονύση Σαββόπουλου (Εταιρεία Lyra), στο LP »Η εκδίκηση της γυφτιάς» όπου παίζει μπουζούκι και μπαγλαμά. Να πούμε ότι αυτός ο δίσκος είναι κλασσικός και μας έχει χαρίσει διαχρονικά τραγούδια όπως π.χ το »Μπαγλαμαδάκι» ( Ραγίζει απόψε η καρδιά με το μπαγλαμαδάκι). Οι στίχοι του Μανώλη Ρασούλη και η μουσική του Νίκου Ξυδάκη. Τραγουδούν, ο πρωτοεμφανιζόμενος τότε Νίκος Παπάζογλου, o Δημήτρης Κοντογιάννης και η Σοφία Διαμαντή.
Ο ατίθασος χαρακτήρας του όμως και η άρνηση του για να συνεχίσει την δισκογραφία, τον έκαναν να λείψει απ’ το προσκήνιο και να συνεχίσει την καριέρα του, καθώς και να διαδώσει την φήμη του, στο μαγαζί του στο Δίστομο, την περιβόητη »Καστανιά». Εκεί διέδωσε και διέσωσε την φήμη του αρχικά στην περιοχή και στην συνέχεια στο Πανελλήνιο. Στέκι πολλών μερακλήδων και πολλών καλλιτεχνών και δημοσιογράφων απ’ την Αθήνα, που τον επισκέπτονταν αυθημερόν.
Μπουζουξήδες υπάρχουν πολλοί, δεξιοτέχνες και βιρτουόζοι, ο Κακούργος όμως ξεχωρίζει, όπως πολλοί άλλοι αυτοδίδακτοι άλλωστε, για τον ξεχωριστό τρόπο παιξίματος, το χρώμα του και την καθαρότητα της πένας του. Τα ταξίμια του (Αυτοσχεδιασμοί) είναι ανεπανάληπτα. Θυμίζει την απλότητα και την μαγκιά του Μάρκου Βαμβακάρη, καθώς και την αρμονία και τον αεράτο ήχο του Τσιτσάνη και του Ζαμπέτα. Η φωνή του βραχνή και μάγκικη με αρμονία και στιβαρότητα, και τεχνική μεγάλη στις δεύτερες φωνές (σεγόντα).
Δίδαξε πολλά σπάνια τραγούδια σε νεώτερους γνωστούς μουσικούς πριν ακόμη κυκλοφορήσουν σε μετεγγραφές απ’ τους συλλέκτες των δίσκων 78 στροφών και γίνουν γνωστά. Έχει πολλούς μαθητές και πολλούς μιμητές που τον σέβονται και τον ακούν.
Εμφανίστηκε σε κάποια μαγαζιά Αθηναϊκά, όπως το »Χάος» στου Μακρυγιάννη, όπου συνεργάστηκε τότε το 1993 με την Ελένη Βιτάλη, την Μελίνα Κανά, τον Γιάννη Καραλή (http://viotikoskosmos.wikidot.com/karalis-giannis) πάλι συντοπίτη μας απ’ το Κυριάκι, κι αυτός με σπουδαία καριέρα και προσωπικό cd, και μπουζούκι τον Δημήτρη τον Λίβανο (όπου κι αυτός μένει στην Παραλία Διστόμου λόγω του Γάμου του με Διστομίτισσα). Ο Κακούργος εκείνη την περίοδο εμφανίστηκε και στο Δεύτερο πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Η συνέντευξή του διασώζεται.
H ζωή του είναι ταραγμένη και αληθινά Ρεμπέτικη. Έχει ταξιδέψει και πολύ λόγω του ότι κάποτε υπήρξε και ναυτικός. Τον τελευταίο καιρό βρισκόταν στον Καναδά, όπου και μένει μόνιμα ο γιος του Λουκάς, και έπαιξε και εκεί. Έχει δύο παιδιά απ’ τον γάμο του με την Πελοποννήσια γυναίκα του. Δυστυχώς λόγω των χρόνων που έχουν περάσει και μιας περιπέτειας με την υγεία του, δεν παίζει πια, παρά μόνο λίγο και σε έκτακτες περιπτώσεις.
Μπορείτε να τον ακούσετε στο καινούργιο CD “Συγγενείς και φίλοι” της “Ρεμπέτικης Κομπανίας” (που ανασυγκροτήθηκε για την ηχογράφηση 20 ρεμπέτικων τραγουδιών με την συμμετοχή των Δ. Σαββόπουλου και Δ. Σαμίου).

Ο Κακούργος την περίοδο 92-94 εμφανίστηκε στο Δεύτερο πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας μαζ;i με τον Δημήτρη Κοντογιάνη !!!

Πηγή: http://viotikoskosmos.wikidot.com/kakourgos