Ένας Μεγάλος Έρωτας…
του Γιώργου Ρούβαλη
Συγνώμη φίλε μου, άργησα να έρθω αλλά δεν μπορείς να φανταστείς τι νύχτα πέρασα. Η αρρώστια της Ελένης όλο και προχωράει. Το Αλτσχάϊμερ. Ξεχνάει τα πάντα. Την φροντίζουμε, εγώ και η κόρη μας, της δίνουμε φάρμακα. Όλα είναι σαν τα ρίχνουμε σε μια απέραντη θάλασσα, σ' έναν ωκεανό και να χάνονται, δεν πιάνουν. Αδύνατον να σου εξηγήσω τη θλίψη μου για την κατάντια της, τώρα στα ογδόντα μας. Ο μεγάλος μας έρωτας κατέληξε στη λήθη γι' αυτήν. Εγώ όμως πάντα τον θυμάμαι, πάντα τον νοιώθω κι αυτό μου δίνει κουράγιο να συνεχίσω. Αυτό και τα χάπια που μου έδωσε ο γιατρός. Είχα πλήρη κατάθλιψη κι εγώ στην αρχή, ας είναι καλά ο φίλος που μου τα έγραψε και μπόρεσα να επιβιώσω, αλλιώς θα 'χα πάρει την κάτω βόλτα κι εγώ.
Τα θυμάμαι όλα σαν να 'ταν τώρα. Πώς τη γνώρισα, με τι δυσκολίες παντρευτήκαμε. Τον πατέρα μου τον έτρεμα. Ξέρεις τώρα πώς ήταν οι παλιοί. Δεν ήταν κακός πατέρας, ούτε κακός οικογενειάρχης, αλλά υπήρχε εκείνος ο πατροπαράδοτος σεβασμός απέναντί του. Δεν του μιλούσα ποτέ κατάφατσα, πάντα με τα μάτια κατεβασμένα. Ο ίδιος είχε υποφέρει πολύ στη ζωή του. Πήρε γυναίκα προσφυγοπούλα, απ' αυτούς που ήρθαν στο Ναύπλιο το 22. Δούλευε στα καπνά και πάρθηκαν από έρωτα. Το τι αντίσταση συνάντησε, άλλο να σου λέω. Που θα πάρεις την ξεβράκωτη, την τουρκομερίτισσα, κανένας από την οικογένειά τους δεν πήγε στο γάμο. Ήταν ράφτης βλέπεις στο Ναύπλιο και η κοινωνική μας θέση δεν μας επέτρεπε τέτοιους γάμους. Αλλ' αυτός επέμενε, ο έρωτας έρωτας και την πήρε. Δεν το μετάνοιωσε. Κάνανε τέσσερα παιδιά, τις τρεις μεγαλύτερες αδελφές μου κι εμένα.
Το Δημοτικό το έβγαλα στην Πρόνοια το 1938. Αμέσως ο πατέρας μου με πήρε στο μαγαζί. Ήθελα να πάω στο Γυμνάσιο, μου άρεσαν τα γράμματα και η μουσική, αλλά τότε δεν υπήρχε δυνατότητα για τέτοιες πολυτέλειες. Με κοντά παντελονάκια με πήρε στο ραφείο και σ’ ένα μήνα μέσα μ’ έβαλε να γαζώνω μακριά παντελόνια, των πελατών. Δουλειά και πάλι δουλειά. Αφού ούτε το Τροπάριο της Κασσιανής μπορούσα ν’ ακούσω τη Μεγάλη Βδομάδα, που τόσο μου άρεσε, γιατί βέβαια το Πάσχα είχαμε τις περισσότερες παραγγελίες, κι εγώ δεν τολμούσα να ζητήσω την άδεια, να πάω έστω και για λίγο.
Μια νύχτα άκουσα τη χαβάγια, που έπαιζαν σε μια καντάδα στο δρόμο. Το ραφείο μας ήταν στη Σταϊκοπούλου, δίπλα στη Μουριά την ταβέρνα που είναι στη γωνία της Πλατείας του Αγίου Σπυρίδωνα και πιο πέρα το κρασοπουλιό στου Ρούσσου και η ταβέρνα του Καρατσοπάνη στον ίδιο δρόμο, όπου μαζεύονταν τότε οι κανταδόροι. Μου κόπηκε η αναπνοή με τον ήχο της. Άρχισα να τους παίρνω από πίσω τα βράδια ν’ ακούσω τη χαβάγια στις δύο η ώρα τη νύχτα. Αυτή ήταν η αφορμή να μάθω κι εγώ τούτο το όργανο. Μερικά πράγματα μου έδειξε ο Γιώργος ο Κόχυλας, Προνοιώτης. Δύο κλίμακες όλες κι όλες, θυμάμαι, σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο σπίτι του, όπου κάθε Κυριακή διαβάζαμε με το φίλο μου, το Νίκο το Βασιλείου, 4 ώρες πρακτική, να βγάλουμε τα τραγούδια που ακούγαμε απ’ το ραδιόφωνο. Τα παίζαμε όπως τ’ ακούγαμε. Ήμουν τότε 18 χρονών κι έγινα μόνιμος κανταδόρος κι εγώ, τόσο μου άρεσε η μουσική κι όλοι λέγανε ότι έχω σωστή φωνή.
Αλλά λίγο με δασκάλεψε κι ο εξαίρετος αυτός μουσικός και μεγάλος μαέστρος που είχαμε τότε στην Πρόνοια, ο Μίμης ο Χονδρογιάννης. Επιπόλαια τον γνώρισα, γιατί μετά πέθανε απ’ την πείνα το 44, στην Κατοχή. Ήταν ένας λιγνός κι ευγενικός νέος με κουστούμι πάντα, χωρίστρα στη μέση και πολύ καλός δάσκαλος. Είχε σπουδάσει στο Ωδείο Αθηνών και δίδασκε σε πολλούς στο Ναύπλιο βιολί, κιθάρα, χαβάγια και θεωρητικά. Ηταν και συνθέτης, έγραψε πλήθος ρομαντικά τραγούδια που ακόμα και σήμερα τα τραγουδάμε. Θα σου πω ένα:
Τα Λουλουδάκια
Από τα τελευταία γράμματά σου
που για στερνή, απόψε, τ’ άνοιξα φορά
εμάζεψα δειλά τα πράγματά σου,
φιλάκια, όνειρα, γλυκόλογα δειλά.
Πώς σας λυπάμαι μαραμένα λουλουδάκια
ανάμνηση εκείνης π’ αγαπώ
πώς σας λυπάμαι της αγάπης μου μαλλάκια
που……;;; μένα τώρα σας θωρώ.
Κι αν έχει μείνει σπίθα μόνο μία
απ’ της αγάπης τη φωτιά
να μη τη σβήσεις συ για μένα, τρισαγία,
τη φλόγα που ανάψαμε παλιά.
Δυστυχώς ο Χονδρογιάννης πέθανε όπως σου είπα και οι παρτιτούρες με τα τραγούδια του δεν σώθηκαν, τις πήγε στην Αθήνα ο αδελφός του όταν έφυγε και ποτέ δεν βγήκαν σε δίσκους. Ολο το Ναύπλιο όμως τον εκτιμούσε και τραγουδούσε τα τραγούδια του, κι εμείς πρώτοι.
Παίζαμε πάντα νηστικοί, δεν πίναμε ποτέ και ακουγόταν συχνά μόνο το όργανο, χωρίς τραγούδι. Οι χωροφύλακες μας κυνηγούσαν βέβαια αλλά ευτυχώς υπήρχαν και φιλόμουσοι δικαστικοί και νομάρχες που μας προστάτευαν. Ιδιαίτερα θυμάμαι το Λεονταρίτη, έναν εισαγγελέα που έμενε στο νεοκλασικό πάνω απ’ τη Μουριά στον Άγιο Σπυρίδωνα. Αυτός και η γυναίκα του, πολύ νέα και ωραία, ήταν φίλοι μας και έδιωχναν τους μπασκίνες από τη διπλανή Διοίκηση που έτρεχαν να μας πιάσουν. Ακόμα ένας δικαστικός που έμενε στην Πρόνοια, μας παρακαλούσε να ξεκινήσουμε πάντα απ’ το σπίτι του την κανταδοπεριοδεία… Γιατί καντάδες γίνονταν και σε άνδρες, όχι μόνο σε γυναίκες ή κορίτσια. Είχαμε τη δική μας παρέα με κιθάρες, χαβάγια, μαράκες και ξυλάκια που κράτησε δεκαπέντε χρόνια, τόσο δυνατή ήταν η φιλία μας. Μετά, πολλοί παντρευτήκανε και σταμάτησαν να έρχονται.
Την Ελένη τη γνώρισα με τα κοτσιδάκια, σε μια κατασκήνωση. Εγώ έπρεπε να ‘μουν γύρω στα 18 με 19 κι είχα περάσει πλευρίτιδα κι η Κοινωνική Υπηρεσία μου είχε συστήσει να πάω ομαδάρχης στην κατασκήνωσή της, που θα γινόταν στο Τολό. Φτάνουμε λοιπόν εκεί, στήνουμε τις σκηνές και μαζευόμαστε για φαί όλα τα στελέχη, αγόρια και κορίτσια, γιατί ήταν μεικτή. Δίπλα μου, στον πάγκο ένα ήσυχο καστανό κορίτσι με κοτσίδες. Αυτά το πρώτο βράδυ. Το δεύτερο, πάω να καθίσω, πάλι δίπλα μου το κοριτσάκι αυτό, η Ελένη, περίπου της δικιάς μου ηλικίας. Μια μέρα μετά, βρισκόμουν στη σκηνή και μέτραγα τα φάρμακα γιατί ήμουν υπεύθυνος του φαρμακείου. Απέξω, πάλι η Ελένη δήθεν να σκουπίζει και να τραγουδά ένα τραγουδάκι που ήταν τότε της μόδας «Ήρθες αργά στο δρόμο της ζωής μου». Τ’ ακούω από μέσα, πετάγομαι έξω και της λέω με βιάση:
– Μην το λες, γιατί βουνό με βουνό δεν σμίγει!
Ενάμιση μήνα κράτησε η κατασκήνωση και η Ελένη πάντα δίπλα μου. Όταν γυρίσαμε πίσω στο Ναύπλιο, μπήξαμε όλοι τα κλάματα και φιληθήκαμε, τόσο πολύ είχαμε δεθεί.
Το 1950, τρία χρόνια μετά, η Υπηρεσία σκεφτόταν να στήσει την κατασκήνωση στην Επίδαυρο, αλλά μόνο αν εύρισκε τα στελέχη που είχε στο Τολό. Έτσι μας ειδοποίησαν, δεχτήκαμε κι έγινε. Το κορίτσι δεν το είχα ξαναδεί γιατί το πρόσεχε ο αδελφός του κι εμένα -όπως σου είπα- με είχαν πολύ περιορισμένο. Έκλαψε με μαύρο δάκρυ για να την αφήσουν τελικά να ξαναπάει. Εκεί μιλήσαμε καθαρά. Είχα τρία χρόνια να την δω. Μόνο με γράμματα επικοινωνούσαμε, που μας μετέφεραν φίλοι. Να φανταστείς ότι ένας απ’ αυτούς με τα πηγαινέλα, γνώρισε τη μικρότερη αδελφή μου και αργότερα την παντρεύτηκε! Τα γράμματά της τα έχω φυλάξει όλα. Τα δικά μου, δυστυχώς, χάθηκαν γιατί η Ελένη τα είχε δώσει σε μια κυρία να τα φυλάει κι αυτή πέθανε και τα πετάξανε…
Στο μεταξύ η Ελένη έβγαλε το Γυμνάσιο, δούλεψε λίγο στην Κοινωνική Πρόνοια κι ύστερα σε ένα-δυο εργοστάσια κονσερβών, στο λογιστήριο.
Αρχίσαμε να βγαίνουμε έξω. Στην παραλία, στον κινηματογράφο, για μια λεμονάδα στο Πάρκο του Κολοκοτρώνη. Αυτή η κατάσταση κράτησε έντεκα χρόνια, ναι έντεκα χρόνια. Δεν τολμούσα να αντιμετωπίσω τον πατέρα μου, να του ζητήσω την άδεια να παντρευτώ. Ήξερα τι θα μου ‘λεγε, ότι ήμουν ο νεώτερος και ότι είχαν σειρά να παντρευτούν πρώτα οι τρεις αδελφές μου. Εκείνες όμως ήταν χαμένες περιπτώσεις. Η μεγαλύτερη, η Ανθούλα, όλο με το κατηχητικό ανακατευόταν και ήθελε να γίνει καλόγρια, τόσο αγιούσα ήταν. Η δεύτερη, η Γεωργία, ήθελε να βγάλει λεφτά κι έγινε μοδίστρα αλλά δεν παντρεύτηκε. Μόνον η Αγγελική πήρε αργότερα τον φίλο μου τον Ρούλη, που μετέφερε τα γράμματά μας.
Πώς να του το πω; Το θάρρος μου έλειπε. Κι η Ελένη ποτέ δεν με πίεσε, ποτέ δεν παραπονέθηκε, ούτε κουβέντα γι’ αυτή την ανώμαλη κατάσταση που κράτησε μέχρι τα τριανταδύο μου χρόνια φαντάσου! Έλεγε: εγώ θα μείνω ανύπαντρη ή θα πάρω τον Αντώνη. Κάποια μέρα, με πολλές περιστροφές, αρχίζω την κουβέντα με τον πατέρα μου στο μαγαζί. Φτιάχναμε θυμάμαι ένα κουστούμι για το βουλευτή μας το Βραχνό, που ήταν και στρατηγός και ήρωας του Αλβανικού Μετώπου. Λέω πατέρα έτσι κι έτσι και σας παρακαλώ να το σκεφθείτε εσείς με τη μητέρα, έχετε διορία είκοσι μέρες. «Άσε με, εμένα μη μ’ ανακατεύεις μ’ αυτά», ήταν η απάντησή του. Έλα όμως που εγώ μέτραγα εκείνες τις είκοσι μέρες μία-μία, όπως όταν απολυόμαστε απ’ το στρατό, που παίρνουμε μια τσατσάρα και σπάμε τα δοντάκια της. Στις είκοσι πάνω του το ξαναλέω: Το σκεφθήκατε, πατέρα, τί αποφασίσατε; Πάλι η ίδια φράση γι’ απάντηση. «Άσε με, εμένα μη μ’ ανακατεύεις μ’ αυτά!» Ούτε το ‘χε συζητήσει, ούτε ήθελε ν’ ασχοληθεί, δεν του περνούσε απ’ το μυαλό ότι θα ‘χα το κουράγιο να τον αψηφήσω και να πάω να παντρευτώ πριν απ’ τις αδελφές μου. Μ’ αυτόν δεν γινόταν τίποτα.
Του λέω, είκοσι μέρες πέρασαν, εγώ αύριο το πρωί πάω να ζητήσω την κοπέλα κι αν με ρωτήσουν θα πω ότι είμαι ορφανός! Το ‘χα πάρει απόφαση. Έτσι κι έγινε. Μάλιστα έφυγα απ’ το μαγαζί και πήγα στην Αθήνα. Φέρνω βόλτα στη Σταδίου, έμενα σ’ ένα ξενοδοχείο που υπήρχε εκεί του Κορολόγου, όπου πήγαιναν οι πατριώτες μας, και βλέπω ένα ραφείο. Μπαίνω μέσα, λέω είμαι ράφτης και ζητώ δουλειά. Το είχε -άκου σύμπτωση!- ένας Αρμένης, ξάδελφος του Μαρτίκ Μαρτικιάν, φίλου μου (πολύ γλεντζέ κι έξω καρδιά ανθρώπου) που είχε κι αυτός ραφείο στο Μεγάλο Δρόμο. Με πήρανε! Τους δούλεψα εκεί δυο-τρεις μήνες, αλλά μετά γύρισα πίσω γιατί οι συγγενείς της Ελένης πίεζαν να γίνει ο γάμος και να μείνουμε στο Ναύπλιο. Έτσι ο πατέρας μου, υποχώρησε και με ξαναπήρε στο μαγαζί. Έπεσαν πάνω του κι οι συγγενείς, οι θείοι και τον μαλάκωσαν και στο τέλος ο γάμος έγινε κανονικά, ήρθαν όλοι και οι δικοί μου και οι δικοί της Ελένης.
Σαν ζευγάρι, περάσαμε πολύ καλά. Ποτέ δεν μαλώσαμε, ούτε ένας πικρός λόγος από τη γυναίκα μου. Αλλά κι εγώ την φρόντιζα με όλες μου τις δυνάμεις. Θυμάμαι , ας πούμε, τι ωραία που περνάγαμε στις ταβέρνες της Πρόνοιας. Είχαμε πάει μια φορά στην ταβέρνα του Τόκα με τον κουνιάδο μου και τις γυναίκες μας και ο ταβερνιάρης, που ήξερε ποιοί είμαστε, να μας φέρει αμέσως τα καλύτερά του φαγητά, να μας περιποιηθεί. Μας έβαλε πλάκες στο γραμμόφωνο να χορέψουμε, ταγκό και βαλς κι η Ελένη στριφογύριζε στην αγκαλιά μου σαν νεράιδα, ευτυχισμένη κι ανάλαφρη. Βέβαια, δεν έλειψε κι ο ζηλιάρης μεθύστακας , ο χυδαίος που πάντα βρίσκεται σ’ αυτά τα μέρη, που προσπάθησε να μας χαλάσει το κέφι, αμολώντας μια αμπούλα με βρωμο-αέριο, και βάζοντας ένα ρεμπέτικο, αλλά κι ο μαγαζάτορας κι οι άλλοι τον πέταξαν έξω πυξ λαξ κι εμείς συνεχίσαμε τη διασκέδασή μας αμέριμνοι , πετώντας πάνω στα πλακάκια, όλο χάρη. Αξέχαστες βραδιές!
Ο πατέρας μου δεν ήταν κακός άνθρωπος. Ποτέ, ας πούμε, δεν γύρισε το βράδυ μεθυσμένος σπίτι, ποτέ δεν μας έδειρε. Αλλά όταν θέλησα στα 35 μου πλέον, ν’ ανοίξω δικό μου μαγαζί (αυτός είχε πάρει σύνταξη αλλά κουμάντερνε τα πάντα στο ραφείο, αυτός έκανε πρόβες στους πελάτες) και του ζήτησα μια μηχανή -τέσσερις είχε- μου αποκρίθηκε μουρμουρίζοντας: «Οι μηχανές είναι του μαγαζιού μου». Παρ’ όλα αυτά συνεταιρίσθηκα με τον ξάδελφό μου και ανοίξαμε μαζί εμποροραφείο. Ε, λοιπόν, δεν θα το πιστέψεις, πείσμωσε τόσο που έκανε εφτά χρόνια να μου μιλήσει. Είχα πλέον παντρευτεί, είχα κάνει και την κόρη μου κι όταν τον αντίκριζα από μακριά στο Μεγάλο Δρόμο, άλλαζα κατεύθυνση, έμπαινα στα στενά, να μη διασταυρωθούμε. Ντρεπόμουν την κοινωνία, να μας δει να συναντιόμαστε στο δρόμο κι ο πατέρας να μη χαιρετάει το γιο του. Εφτά χρόνια. Τόσο μ’ είχε πειράξει, που είχα πάρει την απόφαση, αν αργότερα έκανα αγόρι, να μην του βάλω τ’ όνομά του. Δεν θα το ‘βλεπε το όνομά του στον εγγονό του κι ας το μετάνιωνα αργότερα. Τόσο είχα πικραθεί. Μετά αρρώστησε με τα νεφρά του και ο γιατρός με κάλεσε στην Αθήνα να πάω να τον δω. Πήγα με φόβο, μήπως με διώξει, αλλά δεν μ’ έδιωξε κι εκεί έληξε η παρεξήγηση. Είχε θυμώσει που είχα κάνει δικό μου μαγαζί.
Και θα σου πω και κάτι άλλο: εγώ νόμιζα ότι μόνον ο δικός μου ο πατέρας ήταν έτσι αυταρχικός. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ ότι όταν πήγα φαντάρος στη Βόρεια Ελλάδα, θες Έδεσσα, θες Βέροια, θες Γιαννιτσά, εκεί έκανα παρέα με άλλους συναδέλφους ραφτάδες. Πολύ καλοί κύριοι, ιδίως εκείνος στα Γιαννιτσά, με δέχθηκε με μεγάλη χαρά και με βοήθησε σε κάτι σκηνικά που φτιάχναμε για ένα θεατρικό στο στρατό. Και κείνοι οι ραφτάδες λοιπόν, ίδιοι κι απαράλλαχτοι με τον πατέρα μου, λες και είχαν πάει στο ίδιο σχολείο κι είχαν καθίσει στα ίδια θρανία. Η νοοτροπία η πατριαρχική, η απόλυτη, ακριβώς ίδια. Πολύ με παραξένεψε αυτό, έλεγα δεν είναι δυνατόν… Ήταν η γενιά τους, τι να πω….
Οι δυο μου οι αδελφές έμειναν ανύπαντρες.
Ο έρωτας με την Ελένη κρατά μέχρι σήμερα που η μνήμη της την εγκαταλείπει. Καρπός του, η κόρη μας, μια χαρά κορίτσι, δασκάλα. Δεν μετανιώνω στιγμή για όσα έγιναν. Μόνο μετανιώνω που την ταλαιπώρησα τόσα χρόνια με την ατολμία μου, την καψερή.
———-
Από τη συλλογή «Αναζητώντας τη Σαλώμη»,
Στοχαστής, 2010