Το σπίτι ήταν μικρό, τρεις κάμαρες όλες και όλες, η αυλή μας όμως μέγαλη. Μπροστά είχαμε μια πασχαλιά, ήταν το δένδρο της μάνας μου. Το λάτρευε, είχανε βλέπετε το ίδιο όνομα. Μοσχομύριζε όλη η γειτονία.
Η μισή αυλή ήταν γεματή λουλούδια, σε γλάστρες από τενεκέδες που κάθε Πάσχα τους ασπρίζαμε. Τριανταφυλλιές, μολόχες, ζουμπούλια σε όλα τα χρώματα. Ένα μεγάλο δένδρο δέσποζε στη μέση της που στη σκιά του ήταν πάντα ένα ξύλινο τραπέζι με καρέκλες και ο μπούλης αραχτός, ένα άσπρο κουτάβι που μάζεψε από το δρόμο ο πατέρας μου και το έφερε σπίτι, γιατί έλεγε “τα παιδιά πρέπει να μεγαλώνουν με ζώα”. Στην άλλη μισή αυλή έσπερνε κρεμυδάκια, σκορδάκια, ντομάτες και μαιντανό, και στο βάθος της είχαμε μια συκιά.
Νομίζω ότι όλη η ζωή μας ήταν στην αυλή, πιο πολλά βιώματα έχω εκεί παρά μέσα στο σπίτι των παιδικών μου χρόνων. Εκεί περιμέναμε την άνοιξη. Μέσα στα λουλούδια γιορτάζαμε το Πάσχα και την μάνα μου. Τραπέζωμα ατελείωτο με όλη την γειτόνια στο πόδι και στο πίκαπ ο Μενιδιάτης στη διαπασών “Πετραδάκι πετραδάκι”. Εκεί στο κήπο γιορτάζαμε τα γενεθλιά μου. Η τούρτα απ’ τα χεράκια της Πασχαλιώς και όλα τα φιλαράκια μαζεμένα, η Νίκη, η Σίσσυ, ο Κυριάκος, ο Σίμος, η Σουλτάνα. Και μέτα ερχόταν το καλοκαίρι όλη η λάτρα μας στην αυλή. Από το πρωί τα καφεδάκια της μάνας μου με τις φίλες της, την κα Δέσποινα, την κα Λιτσα, την κα Ειρήνη, την κα Αισέ, την κα Πολύμια. Να λέει η κάθε μια τις έγνοιες της φαμίλιας της και τις δουλειές της ημέρας. Κι αν ερχόταν και η κα Τούλα από δίπλα θα “γύριζαν” και κανένα φλιτζάνι για να τους το “δεί”. Ποιά; Η Τούλα! Που πάντα έλεγε “μωρέ αν ήξερα εγώ φλιτζάνι θα έβλεπα την τύχη μου και δεν θα γινόμουν πουτάνα” (ήταν στα νιάτα της).
Και κάθε Πέμπτη στην αυλή η μπουγάδα της μάνας μου -όλη στο χέρι- να ανεμίζει κρεμασμένη σε ενα μακρύ σχοινί που διέσχιζε όλη την αυλή και με ένα ξύλο στη μέση να το σήκωνει ψήλα για να στεγνώσουν τα ρούχα. Όταν οι βραδινοί δυνατοί νοτιάδες απ’ τη “θάλασσα με τα σίδερα” έφταναν μέχρι την αυλή μας, τα ρούχα της μάνας μου έστηναν χορό με τον μοναδικό ξύλινο καβαλιέρο που είχαν, έτσι τουλάχιστον τα ‘βλεπαν τα παιδικά μου μάτια τις ξάστερες φεγγαρόφωτες νυχτες.
Το μεσημεριανό φαγητό τα καλοκαίρια ήταν πάντα κάτω από το δένδρο, και τ’ απογεύματα με λάστιχο δροσίζαμε όλη την αυλή. Μετά ερχόταν ο πατέρας απ’ το λιμάνι, άφηνε δίπλα στην πασχαλιά το ποδήλατο του, (το αγαπημένο μου ποδήλατο με το σκαμνάκι μπροστά για τις Κυριακάτικες βόλτες μου), και καθόταν κάτω από το δένδρο, εκείνη την ώρα του δειλινού και του κάματου κι έπινε το καφεδάκι του. Κοίταζε τον μπαξέ του και καμάρωνε τις ρίζες του που άρχιζαν να “δίνουν” και τις ντοματιές του που θα έτρωγαν όλοι στη γειτονιά.
Α ρε πατέρα, όλη η ζωή σου δουλειά και μοίρασμα!!! Κι όλη η δική μου ζωή μυρωδιές και άνθρωποι, που όταν ο δρόμος της ζωης με φέρνει μπροστά στο πατρικό μου δεν βρίσκω τίποτα πια, ούτε τις μυρωδιές ούτε τους ανθρώπους. Μόνο η ΑΝΟΙΞΗ έρχεται κάθε χρόνο….