Φρέσκα

Ανεκπλήρωτη αγάπη

του Γιώργου Ρούβαλη

 

Ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός άνθρωπος, άρχισε η Ελένη. Δε μ’ άφηνε να βγαίνω έξω ούτε σε πάρτι, ούτε σε εκδρομές. Ήταν δικαστικός, βλέπετε. Παρόλα αυτά, εγώ τα έφτιαξα με έναν νέο του Πολυτεχνείου, τον Αρσένη, Πειραιώτη κι εκείνον. Ήταν, ας πούμε, το πρώτο μου σκίρτημα. Και δυστυχώς δεν προχώρησε παραπέρα εξαιτίας αυτής της αυστηρότητας του πατέρα μου. Πάντως του Αρσένη του άρεσαν πολύ τα μακριά και κατσαρά μαλλιά μου, που ήταν το σήμα κατατεθέν μου. Και τούτο γιατί τότε ήταν της μόδας στα κορίτσια τα μακριά ίσια μαλλιά. Τα δικά μου ήταν πολύ κατσαρά και ατίθασα για να τα ισιώσω κι αφού άρεσαν στον Αρσένη, εμένα μου περίσσευαν.

        Σύντομα η ζωή μας χώρισε. Εγώ συνέχισα τις σπουδές μου Γαλλικής Φιλολογίας στην Αθήνα. Μετά γνώρισα τον σημερινό άντρα μου, που κι αυτός ήταν Πειραιώτης. Όντας στο πανεπιστήμιο, ένα απόγευμα κατεβαίνω στο Σύνταγμα να πάρω το πράσινο λεωφορείο για τον Πειραιά. Το λεωφορείο γέμισε και άρχισε να κατηφορίζει τη Συγγρού μέχρις ότου στην Αμφιθέα ξαφνικά σταμάτησε και μας είπαν να κατέβουμε γιατί είχε χαλάσει και θα ερχόταν άλλο. Στάθηκα στην άκρη του δρόμου κι έκανα νόημα σ’ ένα ταξί, που όπως ήταν η συνήθεια έπαιρνε δύο-τρεις κούρσες ταυτοχρόνως. Μαζί μου μπήκε κι ένα άλλο κορίτσι με κοντά κατσαρά μαλλιά, που πήγαινε κι αυτή Πειραιά. Μου ‘πιασε την κουβέντα λέγοντας ότι κακώς έκανε που δεν άφησε τον αρραβωνιαστικό της να έρθει να την πάρει από την Αθήνα. Όταν πλησιάζαμε στον Πειραιά, έδωσε το όνομα του δρόμου, Καραΐσκου, αλλά και τον αριθμό, 9. Αμέσως ένα καμπανάκι χτύπησε μέσα στο κεφάλι μου, γιατί Καραΐσκου 9 ήταν η διεύθυνση του Αρσένη. Άρα ο αρραβωνιαστικός της, για τον οποίο μας είχε ζαλίσει, ήταν ο πρώην δικός μου. Φυσικά δεν είπα τίποτα, τα κράτησα μέσα μου. Σκέφτηκα μόνο: «Πάλι καλά που ο Αρσένης δεν άλλαξε τα γούστα του κι αυτή η κοπέλα έχει κι αυτή κατσαρά μαλλιά, έστω και κοντά. Άρα εγώ προηγούμαι.» Μ’ αυτή τη σιωπηλή ικανοποίηση γύρισα κι εγώ στο δικό μου σπίτι.

         Λίγα χρόνια αργότερα, έχοντας τελειώσει τις σπουδές μου, βγήκαμε να φάμε με τον άνδρα μου σε μια ταβέρνα, που ήταν πάνω σε μια ταράτσα, φθινόπωρο. Όταν ανεβήκαμε την σκάλα, διαπιστώσαμε ότι είχε ψύχρα και ο Γιάννης πετάχτηκε στο σπίτι να μου φέρει μια ζακέτα. Δίπλα υπήρχαν δύο ζευγάρια, που ετοιμαζόντουσαν να φύγουν κι ακόμα δυο κοριτσάκια, όχι ιδιαίτερα ωραία, μάλλον άχαρα, που έκαναν πολύ φασαρία ανεβοκατεβαίνοντας τη σκάλα χωρίς λόγο. Εγώ είχα μείνει μόνη μου, περιμένοντας. Τότε, πηγαίνοντας προς τα έξω, ένας απ’ τους δύο άνδρες των ζευγαριών πιάνει κουβέντα με τα κοριτσάκια.

                – Εσένα πώς σε λένε;

                – Άννα.

                – Κι εσένα;

                – Έλλη.

                Αυτά τα κοριτσάκια όμως δεν είχαν τίποτα το χαριτωμένο ούτε το αξιοπερίεργο για να πιάσει κουβέντα μαζί τους αυτός ο άνδρας. Και τότε ήρθε η λύση στην απορία μου.

                – Κι εμένα με λένε Αρσένη.

                Ήταν αυτός. Δεν τον είχα γνωρίσει. Τόσο πολύ τον είχαν αλλάξει τα χρόνια; Ήταν προφανές ότι έπιασε την κουβέντα με τα κοριτσάκια για να πει τ’ όνομά του και να τον θυμηθώ εγώ.

                Δεν είπα τίποτα, δαγκώθηκα μόνο, γιατί ένα σωρό σκέψεις, εικόνες του παρελθόντος, διάφορα συναισθήματα πέρασαν αστραπιαία απ’ το μυαλό μου. Ο Αρσένης κατέβηκε τη σκάλα κι εξαφανίστηκε. Ύστερα από λίγο ήρθε κι ο Γιάννης με τη ζακέτα.

                Έτσι βγήκε απ’ τη ζωή μου η πρώτη μου ανεκπλήρωτη αγάπη. Τα μαλλιά μου τα ‘χω ακόμα κατσαρά και μακριά.