Φρέσκα

Φιλίες καρδιάς

της Έφης Καραμιχάλη

 

Ένα φεγγάρι κάπου εκεί αρχές του '50 ο πατέρας μου δούλευε στον ΟΣΕ, κάπου στα σύνορα κοντά πέντε ώρες με το τρένο από την πόλη μου. Έφευγε κάθε Δευτέρα και γυρνούσε Σάββατο. Στα μέσα της εβδομαδάς, καθε Τετάρτη, η μάνα μου κατέβαινε στο σταθμό και του έστελνε φαγητο για να έχει μέχρι να γυρίσει. Μια απο αυτές τις μέρες είδε ακόμη μία γυναίκα με ένα κοριτσάκι, πάνω κάτω στην ηλικία της (ήταν κοντα στα τριάντα), που περίμενε να στείλει και αυτή φαγητό στον άνδρα της. Πιάσανε κουβέντα. Έβρεχε. Το σπίτι μας ήταν κοντά στο σταθμό κι η μάνα μου την κάλεσε για καφέ μεχρι να σταματήσει η βροχή.

Την έλεγαν Μαρίκα. Κατάλαβαν απ’ την αρχή ότι τα χνώτα τους ταιριάζανε και δώσανε υπόσχεση να ξανασυναντηθούν. Έρχεται ο πατέρας μου το Σάββατο και λέει τη μάνα μου “την Τέταρτη Πασχαλιώ γνώρισα στη δουλειά ένα πολύ καλό παιδί τον Γιώργη, υιοθετημένος κι αυτός σαν και μένα, και μας κάλεσε να πάμε σπίτι του”. Την άλλη μέρα την παίρνει πάνω στο ποδήλατο και τραβάνε για την άλλη άκρη της πόλης να βρούνε το σπιτικό του Γιώργη. Βρίσκουν δρόμο και αριθμό χτυπούν την πόρτα. Τους ανοίγει η Μαρίκα. Ναι, η γυναίκα του Γιώργη ήταν η γυναίκα του σταθμού που γνώρισε η μάνα μου την Τεταρτη! Κάποια πράγματα γίνονται για να συναντηθούν κάποιοι άνθρωποι και να δέσουν τις ζωές τους για πάντα.

Υιοθετημένοι κι οι δυο ίσως βρήκε ο καθ’ ένας στο πρόσωπο του άλλου το αδέρφι που δεν είχε. Από τότε μέχρι που “έφυγαν” οι δικοί μου, κοντά σαράντα χρόνια, ήταν οι καλύτεροι φίλοι των γονιών μου. Απ’ αυτές τις φιλίες που γίνεσαι αδελφός και ας μην τρέχει το ίδιο αίμα στις φλέβες σου, που η λέξη φίλος έχει ουσία, νόημα, μοίρασμα και διάρκεια. Για μένα και τον αδελφό μου ήταν ο θείος Γιώργος και η θεία Μαρίκα. Τα σπίτια μας και οι ζωές μας ήταν ένα. Κάποια στιγμή η δουλειά στον ΟΣΕ τελείωσε, ο πατερά ς μου έγινε λιμενεργάτης κι ο θείος Γιώργος πήρε το δρόμο της ξενιτιάς. Αφήσανε στους γονείς μου τα δυο κορίτσια τους κάπου 6 μήνες μέχρι να βρουν δουλειά και να γυρίσουν να τα πάρουν. Μοιραστήκαμε το μικρό σπιτικό μας και το λιγοστό φαγητό που ερχόταν απ’ το λιμάνι μιας και εκείνα τα χρόνια τα μεροκάματα ήταν λίγα αλλά οι καρδιές μας δεν έβλεπαν τίποτα. Μας έφτανε που είμασταν μαζί.

Τα χρόνια πέρασαν. Θα είχε 4-5 χρόνια που είχε γυρίσει απ’ τη Γερμανία, εμφανώς κουρασμένος ο θείος Γιώργος και τον έπιασε ενα βήχας που δεν έλεγε να φύγει. θυμάμαι που όλοι του λέγαμε να πάει στο γιατρό και αυτός δεν έκανε τίποτα. Νομίζω κάποιοι άνθρωποι αποφασίζουν από μόνοι τους να σταματήσουν το χρόνο που δίνουν στη ζωή τους, για λόγους που μόνο εκείνοι ξέρουν. Και αφήνονται. Πέθανε ένα βράδυ. Η μάνα μου δεν είπε στο πατέρα μου τίποτα. Το πρωί την βρήκε να κλαίει στο σαλόνι. Κατάλαβε. “Ο Γιώργης;” μόνο ρώτησε. Δεν πήγε στην κηδεία του. Ήθελε έλεγε να τον θυμάται ζωντανό. Εγώ πιστεύω ότι δεν άντεχε να τον νεκροφιλήσει. Για μήνες τον έβλεπα στο μπαλκόνι να κάθεται μόνος. Είμαι σίγουρη ότι στα ταξίδια του μυαλού του είχε πάντα παρέα τον Γιώργη του…