οι imaginistes προτείνουν…Βιμ Βέντερς
Η ΑΛΙΚΗ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ
To ταξίδι είναι πάντα μια περιπέτεια, έστω κι αν δε συμβεί τίποτα το περιπετειώδες στη διάρκεια του. Και το «γούστο του ταξιδιού» είναι πάντα το γούστο του παλιού κονκισταντόρες, που ξαμολιέται να πάει στην Ινδία από έναν καινούργιο και απερπάτητο δρόμο και σκοντάφτει στην Αμερική, που την εκλαμβάνει ως το τέρμα, ενώ δεν είναι παρά ένας σταθμός.

Όλοι οι ταξιδιώτες που δεν είναι βιαστικοί, που δεν είναι, ας πούμε, διπλωμάτες που περιφέρονται από συνδιάσκεψη σε συνδιάσκεψη, κρύβουν μέσα τους έναν Κολόμβο που τρέχει να στήσει όρθιο το αβγό του με τον αρμόζοντα τρόπο: σπάζοντας το.
Ο καλύτερος ταξιδιώτης ήταν ο Οδυσσέας. Έκανε δέκα χρόνια να πάει απ’ την Τροία στην Ιθάκη, ταξίδι που και με τα μέσα της εποχής δε θα μπορούσε να κρατήσει περισσότερο από ένα χρόνο.
Το καλό ταξίδι είναι, λοιπόν, μια επιμήκυνση του ωρολογιακού χρόνου ή μάλλον μια κατάργηση του ωρολογιακού χρόνου. Κανείς καλός ταξιδιώτης δεν κρατάει ρολόι πάνω του. Ο χρόνος του ταξιδιού έχει την ποιότητα της αιωνιότητας και η επιστροφή είναι πάντα ένας μικρός θάνατος που ετοιμάζει τον μεγάλο.
Στο τέρμα του ταξιδιού βρίσκεται ένα σπίτι, ένα χάνι, μια λοκαντιέρα. Και στις μέρες μας συχνά ένα φρικώδες Παλλάς, δηλαδή ένα παλάτι όπου ξεκουράζονται όλοι οι αποχαυνωμένοι βασιλίσκοι: βασιλιάδες της μπανάνας, των πεπονιών, κτλ., κτλ. Μέσα εκεί αντί για την Πηνελόπη, που βαρέθηκε να περιμένει τρεις χιλιάδες χρόνια τώρα, βρίσκεται στημένη μια βιαστική πόρνη πολυτελείας, που υποδέχεται τον πρώτο τυχόντα μπακάλη Οδυσσέα. Ε, λοιπόν, καλά να πάθει τούτος ο αστείος Οδυσσέας που ταξιδεύει με Τζάμπο. Τα ταξίδια δεν είναι για να φτάνεις σ’ ένα τέρμα και μάλιστα μια ώρα αρχύτερα αλλά για να ταξιδεύεις. Όλοι οι καλοί ταξιδιώτες απεχθάνονται το τέρμα, και κυρίως εκείνη τη φρίκη που λέγεται «χομ». Δυστυχώς, όμως, όλα τα ταξίδια έχουν αναγκαστικά ένα τέρμα και το μόνο που θα μπορούσες να κάνεις είναι να αναβάλεις όσο γίνεται την άφιξη κωλυσιεργώντας καθ’ οδόν.

Πάντα υποπτευόμουν τον Κολόμβο, το δεύτερο μετά τον Οδυσσέα διάσημο ταξιδιώτη, ως έναν άνθρωπο το ίδιο πονηρό με τον Οδυσσέα, που, ενώ ήξερε το σωστό δρόμο για την Ινδία, πήρε τον άλλο, τον «κακό», ίσα ίσα για να μη φτάσει ποτέ στον προορισμό του. Λοιπόν, καλός ταξιδιώτης είναι αυτός που πάντα βρίσκεται στον «κακό» δρόμο, γνωστόν και με το χριστιανικό όνομα «οδός της απώλειας».
Το ταξίδι είναι μια υπόθεση πολύ ειδωλολατρική, και δεν πρέπει να μας παρασύρει σε χριστιανικοταξιδιωτικές σκέψεις η περιπέτεια του Αποστόλου Παύλου. Γιατί αυτός περιφερόταν ακατάπαυστα, σαν υστερικός, όχι για τη χαρά του ταξιδιού αλλά για τη χαρά του κέρδους του Παραδείσου. Ο καλός ταξιδιώτης, όμως, δεν προσδοκά κέρδη, ούτε καν παραδείσια. Ο καλός ταξιδιώτης είναι ένας άνθρωπος του δρόμου, ακριβώς σαν αυτόν που περιγράφει ο Τζακ Κέρουακ στο μεγαλύτερο ταξιδιωτικό μυθιστόρημα μετά την Οδύσσεια, και που έχει το σημαδιακό τίτλο Ο δρόμος.
Ο Βιμ Βεντερς είναι ο κατ’ εξοχήν κινηματογραφιστής του ταξιδιού, και μαζί ένας άνθρωπος του ταξιδιού: ταξιδεύει κινηματογραφώντας το ταξίδι. Άλλωστε, ο ίδιος ο κινηματογράφος δεν είναι παρά ένα ταξίδι σε κόσμους μακρινούς, κοντινούς, φανταστικούς, ονειρικούς, ρεαλιστικούς, μαγικούς, φρικώδεις. Ο κινηματογράφος είναι ένα ταξίδι σ’ έναν Κόσμο Χωρίς Όρια, σαν εκείνον του Μπόρχες. (Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Μπόρχες λατρεύει το σινεμά και που υπήρξε ένας από τους πιο έξυπνους ανθρώπους που ασχολήθηκαν με την κινηματογραφική κριτική.)
Όλες οι ταινίες του Βέντερς είναι χρονικά ενός οδοιπορικού, φιλμικά ημερολόγια ενός ταξιδιού που συνεχίζεται και, κατά πάσα πιθανότητα, θα συνεχίζεται έως θανάτου (του σκηνοθέτη). Ωστόσο, η Αλίκη σας πόλεις (1974) είναι η κατ’ εξοχήν ταξιδιωτική ταινία του, και μαζί η κορυφαία του στιγμή. Είναι η κατ’ εξοχήν ταξιδιωτική ταινία του γιατί θέμα της είναι το ίδιο το ταξίδι κι όχι όσα συμβαίνουν στη διάρκεια ενός ταξιδιού. Και κορυφαία του στιγμή ως κινηματογραφιστή διότι καταφέρνει αυτά που αναγκαστικά συμβαίνουν στο ταξίδι (δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε κινηματογραφικό ταξίδι στο τίποτα, γιατί και το τίποτα στον κινηματογράφο είναι πάντα κάτι) να τα περιορίσει όχι απλά στο αναγκαίο μίνιμουμ, αλλά και να τα μεταχειριστεί ως σκελετικά δομικά υλικά σ’ ένα είδος τέχνης που ονομάστηκε μίνιμαλ».
Η Αλίκη, στις πόλεις, λοιπόν, είναι μια μίνιμαλ ταινία και δεν έχουμε δει ποτέ φιλμ που να λέει τόσα πολλά με τόσες λίγες αναφορές σε γεγονότα και σε χαρακτήρες. Το μόνο που είναι, πληθωρικά πολύ σε αυτό το φιλμ είναι το ίδιο το ταξίδι και το ταλέντο του Βέντερς.
Η Αλίκη μοιάζει σαν να δραπέτευσε απ’ τη χώρα των θαυμάτων, ίσως γιατί ο Λιούις Κάρολ δεν μπορεί πια να πει παραμύθια. Μάλλον η Αλίκη δε χρειάζεται παραμύθια. Είναι ένα παιδί εννέα χρόνων παρά πολύ σοβαρό που προτιμάει να λέει αυτή παραμύθια στους μεγάλους που αργούν να μεγαλώσουν.
Οι ανήλικοι μεγάλοι του φιλμ είναι δύο: η μάνα της που θα τη χάσουμε στην πρώτη μισή ώρα της ταινίας (οι μανάδες δεν πρέπει να ταξιδεύουν, όχι γιατί έχουν παιδιά αλλά γιατί έχουν συζύγους) και ο περιστασιακός φίλος της μάνας της που θα γίνει ταξιδιωτικός φίλος δικός της, και που θα μάθει απ’ την Αλίκη το μεγάλο μυστικό της ζωής: για να έχει νόημα το ταξίδι δεν πρέπει να έχει σκοπό. Γιατί όλοι οι τάφοι δε βρίσκονται, σώνει και καλά, στην Ιθάκη. Κι όλες οι Ιθάκες πρέπει να διαγραφούν απ’ τους χάρτες. Για μια πληρέστερη ταξιδιωτική χαρά πρέπει να καούν και οι χάρτες. Και σ’ ένα πιο προχωρημένο στάδιο της πορείας προς τη γνώση πρέπει να καταστραφούν και οι πυξίδες. Η ζωή είναι ένα ταξίδι χωρίς σκοπό. Ή, μάλλον, σκοπός της ζωής είναι η ίδια η ζωή, και το όποιο νόημα της το παίρνει απ’ τον χωρίς αποσκευές μοναχικό ταξιδιώτη.
Λοιπόν, ανδρών επιφανών τε και αφανών πάσα γη τάφος. Και πας τάφος, κενοτάφιο. Όλοι οι τάφοι είναι άδειοι. Η ζωή εκβράζει στο κενό του μηδενός. Το τέλος περιέχεται ήδη στην αρχή και η αρχή στο τέλος. Ο χρόνος σταμάτησε πριν αρχίσει το ταξίδι, και το ταξίδι γίνεται χωρίς ρολόι. Κι έτσι, το ταξίδι αποκτά το πλήρες νόημα του: γίνεται μια χαρούμενη περιπλάνηση που διακόπτεται μόνο από τη μέχρι εσχάτης εξαντλήσεως κούραση. Η ζωή έχει νόημα γιατί είναι άσκοπη, τουτέστιν ανόητη.
Ο Φελίξ, όμως, είχε σκοπό στη ζωή του: ήθελε να γίνει δημοσιογράφος. Και ως δημοσιογράφος βρέθηκε απ’ την πατρίδα του, τη Γερμανία, στην Αμερική. Όμως, το να είσαι δημοσιογράφος σημαίνει να κοιτάς τη ζωή να τη ζουν άλλοι κι εσύ να μην παίρνεις μέρος στο πανηγύρι. (Κοίτα επί του θέματος και το Επάγγελμα ρεπόρτερ του Αντονιόνι.)

Ο δημοσιογράφος είναι ουσιαστικά φωτογράφος που χρησιμοποιεί πάντα μηχανή Πολαρόιντ: οι περιγραφές του για τον κόσμο, γίνονται με την ταχύτητα της Πολαρόιντ. Ο δημοσιογράφος δε βρίσκει καιρό να δει τον κόσμο. Απλώς τον φωτογραφίζει για να τον δουν οι άλλοι. Αυτή είναι η δημοσιογραφική εκδοχή της δυστυχίας. Και της απελπισίας.
Ο Φελίξ είναι ένας απελπισμένος δημοσιογράφος που απόμεινε με τη μηχανή στο χέρι. Για καλή του τύχη βρέθηκε μ’ ένα παιδί στο άλλο χέρι. Του το έδωσε η μαμά για να το συνοδέψει απ’ τη Νέα Υόρκη στο Άμστερνταμ. Αλλά η μαμά δεν πήγε στο ραντεβού την επομένη. Ξέμεινε στη Νέα Υόρκη. Ευτυχώς για την Αλίκη. Γιατί με τη μαμά θα έμενε στην πόλη, ενώ τώρα περιπλανιέται στις πόλεις (προσέξτε τον πληθυντικό του τίτλου, έχει σημασία).
Η Αλίκη, όπως όλες οι Αλίκες όλων των παραμυθιών, είναι ένα σοφό παιδί Ή μάλλον, είναι σοφό γιατί είναι παιδί. Που δε βιάζεται να μεγαλώσει όπως τα ανόητα παιδιά, γιατί σίγουρα ξέρει πως η ενηλικίωση και η αποβλάκωση είναι λέξεις περίπου συνώνυμες. Λοιπόν, ως σοφό παιδί που είναι η καλή μας η Αλίκη (η Γιέλα Ροτλέντερ που την παίζει είναι ένα από τα πιο εκθαμβωτικά παιδιά που είδαμε ποτέ στην οθόνη) ξέρει πως το παραμύθι χωρίς γιαγιά γίνεται προβληματικό. Εφευρίσκει, λοιπόν, μια γιαγιά, κι αυτήν είναι που αρχίζει να ψάχνει ανά τις πόλεις της Γερμανίας παρέα με το συνοδό της τον Φελίξ (Ρούντιγκερ Φόγκλερ, σχεδόν μόνιμο συνεργάτη του Βέντερς). Που επιτέλους βρίσκει έναν προορισμό στη ζωή: ψάχνει για μια γιαγιά που δεν υπάρχει, παρά μόνο στη φαντασία της Αλίκης.
Λοιπόν, η Αλίκη ζει το δικό της παραμύθι μ’ όλη της την ψυχή. Η Αλίκη στις πόλεις (μόνο τις γερμανικές, δυστυχώς, γι’ αυτήν) είναι η Αλίκη στον κόσμο. Και η Αλίκη στον κόσμο είναι η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Να, λοιπόν, που ξανασυναντήσαμε τον Λιούις Κάρολ, μπαίνοντας στο δικό του μύθο από την πίσω πόρτα, της πραγματικότητας.
Αυτό που έλειπε από τον Φελίξ μέχρι να συναντήσει την Αλίκη ήταν η… ανυπαρξία σκοπού. Ως δημοσιογράφος ταξίδευε πάντα για ένα σκοπό. Όμως, στην Αμερική που βρέθηκε με σκοπό να κάνει ένα ρεπορτάζ γι’ αυτή τη χώρα, έμεινε τελικά χωρίς σκοπό: τι να γράψεις για μια τυφλή χώρα που πάει όπου την οδηγεί η μοίρα της;
Είπαμε πως ο Φελίξ έμεινε με τη μηχανή στο χέρι ο καημένος, ώσπου η Αλίκη τού παίρνει τη μηχανή και του τραβάει μια φωτογραφία «για να δει επιτέλους τον εαυτό του». Και ο Φελίξ βλέπει τον εαυτό του. Τον βλέπει στον καθρέφτη που είναι γι’ αυτόν η Αλίκη.
Στις πόλεις, λοιπόν, θέλει να περιπλανηθεί η Αλίκη; Στις πόλεις θα τη συνοδέψει ο Φελίξ, κάνοντας πως πιστεύει το μύθο της ύπαρξης Ομήρου. Δηλαδή, πράττει καθώς αρμόζει σε νήπια, αλλά και σε εποχές που δεν ψέλνουν «κλέη».
Έθνος», 6-5-1984.