Αληθινές ιστορίες του Μπραχαμίου…3 – Τα Μπραχαμιώτικα «φιξ α ζουρ» της Πέμπτης
της Αλκυόνης
Η ιστορία είναι απολύτως αληθινή και αφορά ανθρώπους που έχουν ζήσει στο Μπραχάμι. Τα ονόματα και οι χαρακτήρες έχουν παραποιηθεί για ευνόητους λόγους…
❀❀❀
Βρισκόμαστε γύρω στα 1958. Η περιοχή Ανθέων ήταν αραιοκατοικημένη τότε. Υπήρχαν δύο – τρία ισόγεια σπίτια, κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο και μετά από μεγάλη απόσταση έβλεπες κάποιον άλλον μικρό συνοικισμό. Ενδιάμεσα μόνο χωράφια, άλλα σπαρμένα με σιτηρά και άλλα χέρσα. Την Άνοιξη έμοιαζαν με πολύχρωμα χαλιά. Οι παπαρούνες, οι μαργαρίτες, τα χαμομήλια και άλλα αγριολούλουδα, ομόρφαιναν τον τόπο. Τo νερό και το ρεύμα δεν είχαν έρθει ακόμα. Ο νερουλάς και ο παγοπώλης κάθε μέρα τροφοδοτούσαν τους λίγους κατοίκους.
Οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί ήταν φτωχοί, μεροκαματιάρηδες. Περπατούσαν μεγάλες αποστάσεις μέσα στα χώματα για να πάρουν το λεωφορείο από τη λεωφόρο Βουλιαγμένης ή την Αγίου Δημητρίου Το χειμώνα έπαιρναν και ένα δεύτερο ζευγάρι παπούτσια μαζί τους, μέσα σε πάνινη τσάντα, για να αλλάξουν. Η λάσπη στους χωματένιους δρόμους έφτανε ως τα γόνατα.

Εκεί ανάμεσα στα σπιτάκια, υπήρχε και μια αυτοσχέδια παράγκα, φτιαγμένη από χάρτινα υλικά που είχαν αφήσει οι Γερμανοί φεύγοντας στο Χασάνι, το σπίτι της κυρίας Βασιλικής. Καμία άλλη στην γειτονιά δεν την έλεγαν κυρία. Ήταν όλες κυράδες αλλά κυρία μόνο αυτή. Ήταν γύρω στα πενήnντα πέντε με γκρίζα μαλλιά, δεμένα με ένα μπομπάρι χαμηλά στον αυχένα. Περιποιημένη αλλά πάντα στα μαύρα ντυμένη. Αληθινή αρχόντισσα. Ζούσε σε αυτή την παράγκα ολομόναχη με τα λίγα χρήματα μιας σύνταξης, από έναν της γιό, που σκοτώθηκε στον πόλεμο του ‘40. Η γειτονιά ψιθύριζε ότι είχε έρθει από τη Ρωσία και ότι η οικογένειά της είχε αφήσει πίσω της πολλά πλούτη όταν αναγκάστηκαν να έρθουν στην Ελλάδα για να σωθούν από τους Μπολσεβίκους…
Η κυρία Βασιλική ήταν ευγενέστατη αν και ολιγόλογη, πάντα πρόθυμη να βοηθήσει όσους είχαν την ανάγκη της. Έφτιαχνε μια καταπληκτική κεραλοιφή για τα εγκαύματα, ξόρκιζε το κριθαράκι από τα μάτια και όποιος είχε μαγουλάδες, του έκανε κάτι περίεργα σχήματα επάνω στο πρόσωπο με μελάνι, και αμέσως γινόταν καλά. Γι αυτές και άλλες πρακτικές βοήθειες που προσέφερε, δε δεχόταν ποτέ, ούτε χρήματα ούτε δώρα. “Για την ψυχή του παιδιού μου” έλεγε.
Είχε και άλλα δύο παιδιά τα οποία όμως σπάνια την επισκέπτονταν. Κρατούσαν θυμό γιατί είχαν μεγαλώσει σε ιδρύματα, λόγω της φτώχειας της, και δεν έλεγαν να ξεθυμώσουν. Τη μέρα ασχολούταν με τον κήπο της. Γεμάτος από ντάλιες, χρυσάνθεμα, βιολέτες, γύρω από έναν πανύψηλο φοίνικα στο κέντρο της αυλής. Τα βράδια έπλεκε κάτι θαυμάσιες δαντέλες, με ένα μικρό εργαλείο από φίλντισι που το έλεγε σαίτα. Αυτά όμως τα αριστουργήματα, τα ακριβοπληρωνόταν.
Για να ξορκίσει την μοναξιά της, κάθε Πέμπτη απόγευμα στις 6, καλούσε κάποιες κυρίες για τσάι. Το ονόμαζε “φιξ α ζουρ”, επιλεκτικό κάλεσμα συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Πολύ λίγες γειτόνισσες ετύγχαναν αυτής της τιμητικής πρόσκλησης και μια από αυτές ήταν και η μάνα μου. Την πρώτη φορά που ήρθε το κάλεσμα, ένοιωσε δύσκολα. Γιατί αυτήν; Και αν παρεξηγηθούν και θυμώσουν οι υπόλοιπες στη γειτονιά που δεν είχε καλέσει; Έλεγε να μην πάει. Έλα όμως που παίζαμε εμείς τα παιδιά με τα χώματα και πότε βγάζαμε σπυράκια, πότε μυρμηγκιές και κριθαράκια και την είχαμε ανάγκη. Απάντησε λοιπόν ότι δεν μπορούσε να παραστεί επειδή δεν είχε σε ποιόν να με αφήσει. Ήμουν ακόμα πολύ μικρή για να μείνω μόνη στο σπίτι. “Ασφαλώς και θα φέρετε και την κόρη σας μαζί σας. Θα χαρώ πολύ” την διαβεβαίωσε η κυρία Βασιλική.
Δεν υπήρχε πια καμιά άλλη δικαιολογία. Θα πηγαίναμε. Όταν λοιπόν ήρθε η Πέμπτη, αμέσως μετά το μαγείρεμα, η μάνα μου ξεκίνησε τις προετοιμασίες. Λούστηκε, τύλιξε τα μαλλιά της σε κάτι αυτοσχέδια πάνινα μπικουτί και έχωσε και εμένα μέσα στη σκάφη όπου με ξεπέτσιασε κυριολεκτικά. Μετά μου φόρεσε το καλό μου φουστάνι που είχε κοντύνει γιατί ήταν περσινό, αλλά δεν είχα άλλο. Άσπρα σοσόνια και μαύρα λουστρίνια τα παπούτσια, τα οποία ήταν φετινά και δεν με στένευαν καθόλου. Στο τέλος με χτένισε και μου έβαλε έναν τεράστιο άσπρο φιόγκο στο κεφάλι. Έμοιαζα με ελικόπτερο, καθώς στεκόμουν ακίνητη για να μην τσαλακωθώ και την περίμενα να ντυθεί. Έκανε δύο ώρες όμως το τελικό αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. “Λες και θα πάτε στην Μεγάλη Βρετάνια” μας κορόιδευαν τα αδέλφια μου.
Επιτέλους έφτασε η ώρα. Όταν περάσαμε το κατώφλι, αντικρίσαμε ένα ζεστό και φιλόξενο σαλόνι, που μας έκανε να τα χάσουμε. Το πως είχε μεταμορφωθεί η παράγκα, είναι απορίας άξιον. Μέσα σε εκείνη την παράγκα στο Μπραχάμι είδα πρώτη φορά στη ζωή μου σαμοβάρι, και όσο και αν με αγριοκοιτούσε η μάνα μου δεν ήπια τσάι ούτε άπλωσα στο χέρι μου στο γλυκό όπως το συνήθιζα, πριν να με τρατάρει η κυρία Βασιλική με όλο το πρωτόκολλο που ακολουθούσε.
Όταν τελείωσε με το σερβίρισμα όλων, μου έδωσε να ξεφυλλίσω ένα δερμάτινο άλμπουμ με υπέροχες καρτ ποστάλ. Χιονισμένα τοπία, παλάτια, θαυμάσια φορέματα, πολλά ροδομάγουλα αγγελάκια, αλλά και καρδούλες, ήταν το περιεχόμενό του, που δεν είχα ματαξαναδεί στη ζωή μου. Στις 9 ακριβώς φύγαμε κατενθουσιασμένες και εγώ ρωτούσα συνεχώς πότε θα ξαναπάμε.

Δε λείψαμε καμία Πέμπτη από τα φιξ α ζουρ της Κυρίας Βασιλικής. Ακούσαμε από το στόμα της οικοδέσποινας σπουδαία γεγονότα και μάθαμε ιδιαίτερα πράγματα, όπως πλέξιμο, κέντημα και συνταγές μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής σπάνιες. Η μητέρα μου έγινε κολλητή μαζί της, και όταν ένοιωσε έτοιμη μετά την αγορά ενός κινέζικου σερβίτσιου, κάλεσε φίλες, αδελφές και κουνιάδες τη Δευτέρα το απόγευμα στις 6 ακριβώς, για τσάι. Η θειά μου η Ανδριανή που ήταν η πιο κωλοπετσωμένη από όλες τις άλλες είπε: “Δεν ψήνεις καλύτερα καφεδάκι, άρρωστες είμαστε να πιούμε τσάι?” Δεν είχε βέβαια και άδικο, αφού ποτέ δεν είχε προσκληθεί στα φιξ α ζουρ της κυρίας Βασιλικής. Δεν είχε νοιώσει την πολυτέλεια, τη μαγεία και το θαύμα που είχαμε ζήσει οι υπόλοιπες σε αυτό το μοναδικό δωμάτιο της ξύλινης παράγκας.
Η κυρία Βασιλική ήταν από τους πρώτους κατοίκους της περιοχής, που έδωσε αντιπαροχή το οικόπεδό της, με μια μόνο προϋπόθεση: να μην καταστραφεί ο φοίνικας της αυλής. Τον μεταφύτεψαν μπροστά από την είσοδο της πολυκατοικίας που χτίστηκε, σημείο αναφοράς ότι εκεί έμεινε μια σπουδαία κυρία κάποτε.
Αργότερα “έφυγε” από τη ζωή και πια κανείς ίσως και να μην την θυμάται στη γειτονιά. Όμως εγώ, έχω ακόμα εκείνο το υπέροχο δερμάτινο άλμπουμ, με τις αποδείξεις για μια εποχή που πέρασε. Και αν οι καρτ ποστάλ έχουν ξεθωριάσει, τα φιξ α ζουρ δεν υπάρχουν πια, και το τσάι πλέον έχει γίνει πολύ της μόδας, όμως η μνήμη μου, ακόμα αντέχει…
