Φρέσκα

η ποιητική περιπλάνηση στο σινεμά 12…Το Ανθρώπινο Κτήνος

LA BETE HUMAINE / THE HUMAN BEAST 1938

Παρακολουθώντας τον τρόπο με τον οποίο η σκιά της μοίρας πέφτει βαριά επάνω στις τύχες των πρωταγωνιστών και τις καταδικάζει, ο σκηνοθέτης φτιάχνει ένα ήρεμα πεσιμιστικό φιλμ πάνω στις αόρατες δυνάμεις που οδηγούν τις ανθρώπινες ζωές σε μια τυφλή πορεία προς τον χαμό. Ελεύθερη διασκευή του ομώνυμου βιβλίου του Εμίλ Ζολά.

Ένας αλκοολικός μηχανικός στα τρένα γίνεται εραστής της γυναίκας του υποδιευθυντή του σταθμού και σχεδιάζει μαζί της να δολοφονήσει το σύζυγό της. Το τολμηρό για τα συντηρητικά δεδομένα της εποχής φιλμ είναι η ιστορία ενός μοιραίου ερωτικού τριγώνου και του απελπισμένου φόνου που θα το σφραγίσει τραγικά.

Ο κατ’ εξοχήν σκηνοθέτης του γαλλικού ποιητικού ρεαλισμού είναι ο Ζαν Ρενουάρ(1894-1979), γιος του μεγάλου ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Ωγκύστ Ρενουάρ. Οι σημαντικότερες ταινίες του: Η σκύλα (1931), Τονί (1935), η αντιπολεμική Μεγάλη χίμαιρα (1937), όπου καταγγέλλει τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Μαρσεγιέζα (1938),Ανθρώπινο κτήνος (1938), με εξαιρετική υποκριτική από τον Ζαν Γκαμπέν και τη Μισέλ Μοργκάν και το αριστούργημά του Ο κανόνας του παιχνιδιού (1939), όπου κριτικάρει με κομψή ειρωνεία, την τάξη των πλουσίων.

Στο επίκεντρο, βρίσκεται ο σιδηροδρομικός υπάλληλος του σπουδαίου Jean Gabin. Κατατρεγμένος από προβλήματα άφατα, ο ήρωας είναι «εν πλήρη συγχύσει αθώος» όσο και ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι, χωρίς να αποτελεί το αφελές αρσενικό πιόνι του film noir. Χειραγωγούμενος από τους δύο μοχλούς της ύπαρξής του (μεταφυσική – ταξική κληρονομικότητα), τυπικός προλετάριος και Οιδίποδας την ίδια στιγμή, αλλά και πρώτης τάξης έμπνευση για την ασπρόμαυρη παλέτα του Renoir.

Πράγματι, ως γνήσιο τέκνο του Ωγκύστ, ο Jean σκηνοθετεί με το ένα χέρι σαν ζωγράφος –αρκεί να θυμηθούμε ολόκληρη τη σκηνή της εξοχής, και ειδικότερα την αριστοτεχνική συμβολική σύνθεση ενός κάδρου (για άλλη μια φορά θα το αποκρύψω ως αίνιγμα). Ένας ζωγράφος που αντιλαμβάνεται το ρέον παιχνίδι των αντικατοπτρισμών, των φωτοσκιάσεων και του κινηματογραφικού χώρου. Γι αυτό και, με το άλλο χέρι, σκηνοθετεί σαν βαγκνερικός (δανείζομαι μόνο τη μεγαλοπρεπή αφηγηματικότητα από έναν αντιπαθή συνθέτη) ενορχηστρωτής: ο φόνος που τελείται πίσω από τις κουρτίνες, η επιβλητική μουσική αντίστιξη στην χαρακτηρολογία, η αναγγελία της κρίσιμης σκηνής / πράξης της τραγωδίας. Εκεί όπου… ενώνονται τα δύο χέρια του Renoir, προκύπτει μια πλανοθεσία συγκλονιστική, με άψογη γνώση του μείζονος και του ελάσσονος, εφάμιλλη με αυτήν του κορυφαίου Hitchcock. Έναν μόλις χρόνο πριν από τον «Κανόνα του παιχνιδιού», τούτος ο οπαδός του Λαϊκού Μετώπου προκαλεί έντονη δυσαρέσκεια με το κατάπικρο αριστούργημά του και κερδίζει με το σπαθί του τα παράσημα που του απέδωσε ο Ριβέτ: του «αφεντικού» του γαλλικού σινεμά.