ΛΕΥΚΗ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ
της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου
1978 – (παιδικό δωμάτιο, οδός Αγίου Ιωάννου)
Ξυπνάς μέσα σε φωνές… Χιόνι! Τα παντζούρια στο καθιστικό ανοικτά. Τρέχεις προς τα εκεί. Αγωνία! Πρώτη φορά το βλέπεις στη ζωή σου. Θέλεις να ουρλιάξεις από χαρά! Προσέχεις το βλοσυρό βλέμμα του πατέρα που δεν «επιτρέπει» παιδικούς πανηγυρισμούς. Η δική του αγωνία σκεπάζει τα πάντα. Πέφτει σιωπή παντού. Σωπαίνεις και εσύ. Στέκεις δίβουλη. Τρέχεις πίσω στο δωμάτιό σου. Χαίρεσαι κρυφά. Επιστρέφεις τάχα βλοσυρή στο καθιστικό για να συμπάσχεις…
Ψέμματα…Ψέμματα
Η διαδρομή από το καθιστικό στο δωμάτιο έγινε το καθημερινό σου ταξίδι. Συνειδητοποιείς για πρώτη φορά την τεράστια απόσταση των δύο κόσμων σου. Ο νέος υπό κατασκευή, ο παλαιός υπό αμφισβήτηση. Εσύ και οι άλλοι.
Ανάγκη να φύγεις…

1988 – (μπουάτ, οδός Αριστοτέλους)
Η πόλη διασκεδάζει. Ο κόσμος έχει μια αλαμπουρνέζικη επικοινωνία. Παρακολουθείς ακινητοποιημένη. Έχει έναν κατάκαρδο πόνο όλο αυτό. Ξένη. Δεν θέλεις να νοιάζεται κανείς. Δεν χωράς σε αυτή την πόλη. Περπατάς αόρατη μέσα στους δρόμους της αλλά δεν ξέρεις που να πας. Θέλεις μόνο να κοιμηθείς. Να ξημερώσει η επόμενη απροσδόκητη μέρα. Θα φύγεις χωρίς επιστροφή από αυτή την πόλη…
Οι προσδοκίες σου παρθένες. Τα πρώτα ταξίδια γιορτή. Ο πέρα τόπος υπόσχεται πολλά. Ο χώρος δικός σου. Ο χρόνος δικός σου.
2005 – (γραφείο, οδός Νίκης)
–Δεν ξέρω που μένω…
-Δηλαδή;
–Να, σαν μην είναι το σπίτι μου εδώ, αλλά ούτε και εκεί…
-Και που είναι?
–Δεν ξέρω…
-Δηλαδή αν έπρεπε να δώσεις μια απάντηση τώρα ακριβώς, που βρίσκεται το σπίτι σου, τι θα έλεγες?
–Έχω κάνει τόσες φορές αυτή τη διαδρομή στη ζωή μου, που μάλλον θα απαντούσα στην Κακιά Σκάλα…
-Συνειδητοποιείς τι ακριβώς είπες?
–Όχι…
Το εδώ και το εκεί. Και στα δυό παγιδευμένη. Πατρίδα πουθενά. Ούτε στις δροσιές των χωραφιών που ερωτεύτηκες, ούτε στα στεγνά πεζοδρόμια που αλήτεψες. Είναι που τα ταξίδια της επιστροφής έγιναν πάντα με νεροποντές. Είναι που κάποιος σε περιμένει και πρέπει να πας.
Αλλά εσύ, όπου και αν είσαι, δεν μπορείς να μείνεις… Πρέπει πάντα να φεύγεις…
2015 … αναμονή – (σπίτι, οδός Ευβοίας)
Η βαλίτσα μισοάδεια. Δυό αρμαθιές κλειδιά στα χέρια. Αναβάλλεις συνεχώς το ταξίδι. Αρχίζει ο γνώριμος πόνος στο στομάχι. Καθυστερείς. Μετράς αντιστάσεις. Μετράς αντιδράσεις. Θέλεις να πας. Δεν θέλεις να πας. Οι άνθρωποι της καρδιάς σου λείπουν πια. Αυτοί που σε ρωτούσαν για την ξενιτιά σου. Που ήθελαν να τους περιγράψεις το κάθε τι δικό σου εκεί. Που ζητούσαν φωτογραφίες του πέρα τόπου. Που σε ρωτούσαν αυτά τα πολύτιμα. Έφαγες; Ντύνεσαι ζεστά;
Οι άνθρωποι που με το τσακισμένο κορμί από τη δουλειά είχαν τη μεγαλοσύνη να σε συμβουλεύουν να μην κουράζεσαι…
Τώρα ότι λες χάνεται στη μετάφραση… Έγινες δίγλωσση. Τη μητρική σου γλώσσα δεν την μιλάει πλέον κανείς… Χάθηκε, μαζί με αυτούς…
…και βέβαια θα πας. Πάντα θα πηγαίνεις. Αυτή είναι η μοίρα των μεταναστών. Των Λευκών μεταναστών. Επιστρέφουν στην πατρίδα κάθε τόσο, με την προσδοκία να ακούσουν ξανά τα αηδόνια στις λεμονιές. Και ας το ξέρουν πως έφυγαν και αυτά. Και ας το ξέρουν πως τώρα πια δεν είναι μοναχικό μόνο το ταξίδι, αλλά είναι και ο προορισμός πιο πικρός…
Θέλω να πετάξω ελεύθερα
πιο πέρα κι απ’ το κενό
πράγματα μικρά και δεύτερα
δεν ξέρω ν’ αγαπώ.
Είμαι ακροβάτης
και γυρεύω δικό μου Θεό.*
*Αγαθή Δημητρούκα