της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου
Πρώτη φορά πήγαινα για σκι. Δεν είχα ιδέα από το σπορ. Χιόνι είχα δει δυο τρεις φορές στη ζωή μου κι αυτό στραβοκοιτώντας το. Σαββατοκύριακο κανόνισα με τη φίλη μου και ανεβήκαμε στον Παρνασσό. Φτερόλακα είχε το πρόγραμμα. Νοικιάσαμε σκι και τον υπόλοιπο εξοπλισμό, και βγήκαμε να κατακτήσουμε τις πίστες. Η φίλη μου ήταν ήδη πεπειραμένη. Δώσαμε ραντεβού σε 4 ώρες στο τζάκι του καταφυγίου.
Πήρα τα πέδιλα και τα μπατόν παραμάσχαλα και προχώρησα για την baby πίστα, να δω τι μπορούσα να κάνω μόνη μου. Στεκόμουν σε ελαφρώς κεκλιμένο επίπεδο. Βάζω το ένα πέδιλο, κουμπώνω και το δεύτερο, και φεύγω ανεξέλεγκτα κατά την πλαγιά. Μπροστά μου βλέπω να στέκεται τύπος με δημοσιογραφική κάμερα που τραβάει πλάνα. Τον κεντράρω και πέφτω επάνω του με φόρα.
Σώματα, πέδιλα, μπατόν, κάμερες, μικρόφωνο, σκουφιά, γυαλιά, όλα ένας σωρός. Τα μάγουλά μου έγιναν κατακόκκινα από την ντροπή. Προσπάθησα να σηκωθώ, γλιστρούσε και δεν μπορούσα. Ένιωσα ακόμα μεγαλύτερη ντροπή. Την κρίσιμη στιγμή καταφθάνουν δύο δεινοί σκιέρ, φίλοι του δημοσιογράφου, ο Daniel και ο Jason. Μας βοήθησαν και τους δύο. Ο Jason μου ξεκούμπωσε τα πέδιλα, τα απομάκρυνε και με σήκωσε σαν πούπουλο. Ήταν πολύ δυνατός.

Έγιναν οι συστάσεις. Ετερόκλητη η παρέα. Ο Γιώργος δημοσιογράφος σε γνωστό κανάλι, είχε έρθει για να τραβήξει πλάνα από διασήμους. Ο Daniel γιος ενός Ολλανδού διπλωμάτη και ο Jason multi culti περιστατικό. Τους εξήγησα ότι πρώτη φορά έβαζα πέδιλα, ζήτησα συγνώμη για το ατύχημα και γύρισα ευγενικά να φύγω. Ο Jason δεν με άφηνε με τίποτα. Με κρατούσε από το χέρι χαρούμενα και μου ζητούσε να μην εγκαταλείψω αλλά να συνεχίσουμε μαζί το σκι. Θα με βοηθούσε αυτός. Τον κοίταξα με περιέργεια. Δεν ήμουν συνηθισμένη σε τέτοιες συμπεριφορές από άντρες και δη άγνωστους.
Ήταν όμορφος όσο μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπο του που δεν ήταν σκεπασμένο από το κασκόλ και το σκουφί, και φορούσε μια γαλάζια – πορτοκαλί φόρμα του σκι. Ήταν πρόσχαρος, είχε καθαρά μάτια, ευγενική φωνή, και αισθάνθηκα ασφάλεια. «Εντάξει» είπα με λίγο χαμηλωμένο βλέμμα.
Μου έδειξε με μεγάλη υπομονή τις βασικές κινήσεις. Πως στρίβουν, πως σταματούν, πως ισορροπούν το σώμα τους στα πέδιλα. Κάναμε κάποιες χαλαρές κατεβασιές στην πίστα για «μωρά» και έπειτα μου είπε να δοκιμάσουμε να κατέβουμε μαζί την μεγάλη πίστα του Φτερόλακα.
«Η πίστα είναι μαύρη» μου είπε. Ούτε που ήξερα τι σημαίνει αυτό. Τον εμπιστεύτηκα, ανεβήκαμε με το εναέριο lift, αλλά ούτε εκατό μέτρα δεν μπόρεσα να κατέβω. Ο καιρός ήταν άσχημος εκείνη τη μέρα, είχε χιονόπτωση και ομίχλη. Για άλλη μια φορά ντροπιασμένη, ανέβηκα στο φυλάκιο του lift, ενημερώθηκε ασύρματα το κέντρο, σταμάτησαν τα αναβατόρια, με ανέβασαν στην καμπίνα και εκεί τελείωσε και η καριέρα μου ως σκιέρ, μέσα στον εξευτελισμό.
Πριν με αφήσει ο Jason, που κατέβηκε την πίστα σκιοδρομώντας, δώσαμε ραντεβού στην καφετέρια. Δεν περίμενα ότι θα τον δω σύντομα. Δεν είχα παραγγείλει ακόμα καφέ όταν εμφανίστηκε ένας άνδρας ξεσκούφωτος με γυαλιστερά καστανά μαλλιά, μελιά μάτια, ολόλευκο δέρμα και μαύρο ζιβάγκο, ο οποίος με φώναξε με το όνομά μου αλλά και με κάποια συστολή στη φωνή. Τον κοίταξα θαμπωμένη. Ήταν κούκλος. Ένας Άδωνις. Ήταν πάρα πολύ όμορφος, με υπέροχα χαρακτηριστικά σε αρμονία, τέλειο σώμα, ψηλός και καλοσχηματισμένος σαν κούρος. Ένευσα σαν χαζή ότι εγώ είμαι αυτή. Μου είπε ότι με έψαχνε σε όλη την αίθουσα και νόμιζε ότι είχα φύγει.
Γνωριστήκαμε από την αρχή. Ο Jason είχε Έλληνα πατέρα και Γερμανίδα μητέρα. Μοίραζε το χρόνο του στις δύο χώρες γιατί οι γονείς ήταν χωρισμένοι και τον διεκδικούσαν και οι δύο στις επιχειρήσεις τους. Στην ουσία εκμεταλλευόμενος την κατάσταση, ζούσε τη ζωή ενός bon viveur, με ακριβά γούστα και φιλίες. Κυκλοφορούσε στην Ευρώπη και την Αμερική με μεγάλη ευκολία και για μεγάλα διαστήματα, κάνοντας τα χόμπι του δουλειά. Είχε έρθει μόλις την προηγούμενη μέρα από Γερμανία και θα έμενε για ένα μήνα.
Ερωτευτήκαμε κεραυνοβόλα. Από εκείνο το μεσημέρι είμασταν αχώριστοι. Περάσαμε ένα καταπληκτικό Σαββατοκύριακο στην Αράχωβα, η φίλη μου ζευγάρωσε με τον ξανθό Ολλανδό Daniel και γυρίσαμε όλοι μαζί στην Αθήνα. Το επόμενο βράδυ με γνώρισε στο Ελληνικό του σόι, με πήγε στο σπίτι του, στην επιχείρηση του πατέρα του, στο αγρόκτημά τους στα Κιούρκα. Ο Έλληνας πατέρας του τον φώναζε Ιάσωνα. Παντού με έπαιρνε μαζί του, ακόμα και στο διοικητήριο των μαυροσκούφηδων στον Ασπρόπυργο με έβαλε, γιατί ο Jason εκτός των άλλων υπήρξε καταδρομέας, έφεδρος λοχαγός που διατηρούσε πολύ καλή σχέση με τον διοικητή.
Η σχέση κράτησε ενάμιση χρόνο. Είχε κι άλλες εξορμήσεις για ski στον Παρνασσό, απόσταση, cart postale από διάφορες χώρες, υπεραστικά τηλέφωνα, γράμματα, αναμονή, αλλά κάποια στιγμή με κούρασε. Το τελείωσα. Ο Jason με ξαναέψαξε πάλι μετά από δύο χρόνια.
Συναντηθήκαμε αλλά κάτι δεν κόλλησε ξανά. Και έπειτα χαθήκαμε…
Τελευταία φορά τον είδα στην τηλεόραση. Με είχε πάρει η Βίκυ τηλέφωνο φωνάζοντας: «Βάλε το Mega τώρα!! Ο Jason στην τηλεόραση!». Άλλη μια φορά τον είχε δει η Βίκυ, όταν κάνοντας λάθος όροφο της χτύπησε το κουδούνι ανήμερα του Αγίου Φανουρίου, και πάντα έλεγε αστειευόμενη από τότε ότι της τον είχε στείλει ο Άγιος, τόσο όμορφος που ήταν.
Άνοιξα την τηλεόραση. Ο Jason είχε κληθεί από τον διοικητή του να ηγηθεί της αποστολής που κατέβηκε στη χαράδρα που είχε σφηνωθεί το Γιάκοβλεφ στα Πιέρια Όρη, παραμονές των Χριστουγέννων του 1997, με εβδομήντα νεκρούς. Ήταν αυτός που βρήκε το μαύρο κουτί του αεροπλάνου, και του έπαιρναν συνέντευξη στο κεντρικό δελτίο. Ήταν πια τριανταπέντε χρονών και φορούσε τη στολή του. Παρέμενε ακόμα ένας κούκλος…