Ο λυρισμός του θανάτου
Οι Γάλλοι, ποιητές σαν τον Παπανικολάου τους ονομάζουν maudis, ποιητές δηλαδή καταραμένους, μα αυτοί οι ίδιοι οι Γάλλοι θα έπρεπε κανονικά να είχαν ένα σοκάκι αφιερωμένο σ αυτόν, καθώς ίσως δεν υπήρξε άλλος ποιητής και μεταφραστής που να αγάπησε τόσο την γαλλική ποίηση και όχι μόνο τον Baudelaireτης νιότης του.
Διαθέτει πικρό χιούμορ η ζωή και αντιστίξεις μοναδικές. Γεννιέται ένα παιδί, εκεί στα 1900 και φέρνει μαζί του ελπίδα και όνειρο για ζωή φωτεινή, ξεχωριστή. Πέφτει στα χέρια του ένα τεύχος από την «Διάπλαση των Παίδων» και γοητεύεται. Κι ανακαλύπτει νωρίς τον δρόμο του. Κάποιες νεανικές φιλοδοξίες και ο παιδικός στόμφος τον οδηγούν και διαλέγει το λιγότερο προφητικό ψευδώνυμο που μπορούσε να επιλέξει – «Νικητής της Αύριον». Σαράντα περίπου χρόνια μετά ο ποιητής Μήτσος Παπανικολάου (1900 -1943), αγνώριστος από τις κακουχίες και τα ναρκωτικά, ρακένδυτος, ζητιανεύει στην Ομόνοια και στα γύρω στενά, θλιβερό απομεινάρι ελπιδοφόρων εποχών και μιας ζωής πέρα από τα όρια.
Μπορούμε ίσως λίγο να φανταστούμε την απελπισία, τα λοξά βλέμματα των ομοτέχνων, την θλίψη των φίλων. Είναι αυτοί οι φίλοι, που για να του εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαί μέσα στην κατοχή θα τον κλείσουν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο. Δεν θα ξαναβγεί ποτέ ζωντανός από εκεί – μια μοιραία δόση ναρκωτικών θα τερματίσει την ταλαιπωρημένη ζωή του. Μπορούσε εύκολα να επιλέξει δρόμους συμβατικούς ή τουλάχιστον πιότερο εξασφαλισμένους, καθώς είχε προλάβει να εγγραφεί στην νομική σχολή. Όμως η γνήσια ποιητική φλέβα σπάνια σ αφήνει να περπατήσεις δρόμους χλιαρούς, ζητά το έγκαυμα του πάθους και πολλές φορές την γεύση της αυτοκαταστροφής.
«Άκουγε το όνομα του Παλαμά και μόρφαζε», θα πει ανώνυμος φίλος του που δεν άντεξε να τον επισκεφθεί στα στερνά του και ο Παπανικολάου εκτός από τον Πόε, τον Ουάιλντ και τους Γάλλους, παρέμεινε έως το τέλος μέγας θαυμαστής του Καβάφη. Μεγάλη συμπάθεια έτρεφε και στον Τέλλο Άγρα, με μια έννοια για την υγεία του σχεδόν πατρική. Αντίθετοι χαρακτήρες, αναρχικός ο Παπανικολάου, της νύχτας, των υπογείων, παιδική ψυχή ο Άγρας, φύση λεπτή και ευαίσθητη, μα ήσαν και οι δύο εξαίρετοι κριτικοί και ποιητές του χαμηλόφωνου.
Ο Παπανικολάου είχε κριτήριο μοναδικό και είναι να απορεί κανείς πως κάτω από τόσες αντίξοες συνθήκες και μια ζωή θολωμένη από τα ναρκωτικά, δεν έπεσε έξω σε καμιά πρόβλεψή του για την ποιητική αθανασία. Ήταν από τους πρώτους που κατάλαβε την αξία του Ελύτη κι αυτό δείχνει την αντικειμενικότητά του για έναν ποιητή τόσο διαφορετικό, τόσο φωτεινό και στον αντίποδα του δικού του ερέβους. Από τους λίγους επίσης που υπερασπίστηκε σταθερά την αξία του Σεφέρη. Κατάλαβε γρήγορα την αξία και την πρωτοτυπία του Σαραντάρη.
Μα η μεγάλη του φιλία ήταν με τον Λαπαθιώτη. Αχώριστοι σε ποίηση και κραιπάλες, υπάρχει μάλιστα ένα όμορφο ποιητικό πινγκ πονγκ ανάμεσά τους. Μα λίγο πριν και οι δύο εγκαταλείψουν τα μάταια, συγκρούστηκαν, η φτώχεια, η εξαθλίωση οδήγησαν σε πράξεις ταπεινές και αξιολύπητες. Ο Παπανικολάου παίρνει βιβλία από την τεράστια βιβλιοθήκη του Λαπαθιώτη και τα πουλά όσο όσο – μα στον φίλο του δίνει ένα μέρος από τα κερδισμένα. Εκείνος το μαθαίνει, μα ο ευγενής, ο εστέτ, ο σχεδόν εξαϋλωμένος μέσα στην ευαισθησία του Λαπαθιώτης, ακόμη και τότε δεν κατονομάζει, τον φίλο του, δεν τον κατηγορεί δημόσια. Μιλά αλληγορικά, αποτυπώνει το περιστατικό σε ένα κείμενο γεμάτο ψευδώνυμα και μόνο μετά από χρόνια οι μελετητές του καταλαβαίνουν ότι αναφέρεται στον Παπανικολάου.

Μέσα στην κατοχή χάθηκαν βιβλία ανεκτίμητα για λίγα όσπρια και λίγο λάδι. Ο Τέλλος Άγρας αναφέρει ότι ο Παπανικολάου είχε σπάνια γαλλική ποίηση στην βιβλιοθήκη του, που δύσκολα μπορούσε ακόμη και ο τότε κραταιός Ελευθερουδάκης να εύρει και να φέρει από την Γαλλία. Paul Valery, Paul Verlaine, Guillaume Apollinaire, Jules Laforgue και δεκάδες άλλοι. Φίλοι στην Αθήνα ισχυρίζονται πως έχουν ανακαλύψει σε παλαιοπωλεία κομμάτια από αυτό το κατασπάραγμα λογοτεχνικών θησαυρών, μα ποιος να ξεύρει αν πράγματι είναι έτσι…
Το ποιητικό σινάφι είχε και τότε τις μεγάλες αντιπαλότητές του, μα σε θέματα επιβίωσης είχε και αλληλεγγύη μοναδική. Ο Παπανικολάου θα δημοσιεύσει πολλές μεταφράσεις στην «Νέα εστία», μα θα εργαστεί για μεγάλο διάστημα και στο περιοδικό «Μπουκέτο» και μάλιστα στο ψυχορράγημα του περιοδικού θα γίνει και διευθυντής του. Μισθό έπαιρνε κατά διαστήματα καλό, μα τα περισσότερα έφευγαν σε βιβλία και σε κάτι περίεργες φυσιογνωμίες που τον περίμεναν έξω από το γραφείο του για χαρτζιλίκι και νυχτερινά οφειλόμενα. Ο Σκίπης περιγράφει γλαφυρά την μεταμόρφωση του ποιητή από έναν άνθρωπο όλο ζωντάνια σε καρικατούρα στο κέντρο της Αθήνας.
Πολλά ποιήματα δεν έγραψε ο Παπανικολάου, δεν έβγαλε καν βιβλίο όσο ζούσε. Στο έργο του είναι φανερή η επιρροή των Γάλλων, του Καβάφη, του Καρυωτάκη. Στην τεχνική σημασία δεν έδινε πολλή και ο ρυθμός του τις περισσότερες φορές ξενίζει, ξαφνιάζει και σε κάποιους προκαλεί και δυσφορία. Δεν κατόρθωσε να κάμει το σκοτάδι του ποιητική σχολή όπως ο Καρυωτάκης. Μα μπόρεσε μέσα σε έργο λιγοστό, να αφήσει αποτύπωμα μοναδικό και ευαίσθητο.
Παραθέτουμε ένα τυχαίο ποίημα, τον «Χειμώνα». Μα πόσο θυμίζει Βαλαωρίτη στην αρχή, μα και πως παίρνει την Καρυωτακική στροφή αμέσως μετά…
Χειμώνας
Μη με προσμένει πια να ρθω στο βουερό ακρογιάλι.
Την αμμουδιά να πάρουμε, να φθάσουμε ως το μώλο.
Στην καταχνιά της θάλασσας και στην ανεμοζάλη
Σα ροδοσύγνεφο σκορπά, σβήνει το είναι μου όλο.
Κάποια φωτιά ονειρεύομαι για το σβηστό μας τζάκι
Ν’ αστράφτει μες στη σκοτεινιά της σάλας της κλεισμένης.
Να κρούει το παραθύρι μας ο αέρας, το νεράκι
Και εσύ δειλή κι αμίλητη στο πλάι μου να μένεις.
Να λες σ’ αυτή σου τη σιωπή όσα ποτέ δεν είπες
Στις ανοιξιάτικες αυγές, στα θερινά τα βράδια,
Ν’ αντιστοράς στο βλέμμα σου χαρές μαζί και λύπες
Πόθους, παλμούς, ονείρατα, φιλιά, αγκαλιές και χάδια.
Κι έτσι στην κρύα τη σκοτεινιά της νύχτας του Γενάρη
Μες στ’ όνειρο θ’ αγγίξουμε μια άνοιξη περασμένη,
Τα ρόδα τα’ απριλιάτικα που πια μας τα’ χουν πάρει
Ή Μοίρα μας κι οι ξένοι.