Φρέσκα

Ηχοχρώματα…

του Μιχάλη Δήμα

Τακούνια στο άδειο καλντερίμι

Κυριακή 22 Απριλίου 201.. Δεν είχε ξανακούσει πως χτυπάνε τα τακούνια σε άδειο καλντερίμι. Βραδάκι προχωρημένο και βγήκε για μια βόλτα. Ο φωτισμός σχεδόν ανύπαρκτος. Πρώτα άκουσε το κροτάλισμα των τακουνιών πάνω στο λιθόστρωτο και τον αντίλαλο, υπόκωφο να φτάνει ως τα αυτιά του. Ρυθμικά χτυπήματα, ένα υπέροχο κρουστό. Ο ήχος του θύμισε το τάνταλο που άκουε στα μοναστήρια, κι αυτή τώρα που περπατούσε μπροστά του, βιαζότανε να πάει σε κάποιο απόδειπνο.

 

Βηματισμός νεανικός και σίγουρος, απέπνεε αυτοπεποίθηση και σφρίγος. Μάντευε ότι ξέφευγε από τις κακοτοπιές του ανώμαλου λιθόστρωτου, ρήγματα, εξογκώματα, λακκούβες με άνεση αιλουροειδούς. Σήκωσε και τα μάτια του και αντίκρισε την πλάτη της, μακριά μαλλιά που έπεφταν ελεύθερα με χάρη ως τη μέση. Μια λέαινα με χαίτη. Χτύπησε όμως το κινητό της και στάθηκε για να μιλήσει. Η μουσική σταμάτησε απότομα. Χαμήλωσε το βλέμμα και την προσπέρασε, μα ο απόηχος από το κροτάλισμα των τακουνιών της τον συνόδεψε και στο υπόλοιπο της βόλτας…

Δεκαοχτώ στη νιοστή

Δευτέρα 23 Απριλίου 201.. Καταμεσήμερο και ξάπλωσε για τη μεσημβρινή του σιέστα. Η ησυχία έξω απόλυτη, σχεδόν εκκωφαντική. Τα βλέφαρα του βαριά και βυθιζόταν σ’ ένα λήθαργο γλυκό όταν άκουσε το πρώτο δεκαοχτώ, όλο ερωτικό παράπονο και πάθος. Μετά ακολουθήσανε και άλλα στο ίδιο μονότονο και λυπητερό μοτίβο. Τα αρσενικά καλούσαν τις καλές τους για σμίξιμο ερωτικό, σαν να τις ικετεύανε και τις παρακαλούσαν. Δεκαοχτώ, δεκαοχτώ, δεκαοχτώ στη νιοστή εγώ για πάντα σ’ αγαπώ, λέγανε τα αρσενικά που φημίζονται για την πιστότητα στο ταίρι που έχουνε διαλέξει.

Ήχος γνώριμος, λοιπόν, αυτός από τα παιδικά του χρόνια τού ξύπνησε αναμνήσεις. Τότε που πέφτανε δεκαοχτούρες στο οικόπεδο να φάνε απ’ τις κότες στάρι και καλαμπόκι και μπερδευόντουσαν ανάμεσά τους. Τότε που τις πιάνανε με καπατζέ και η μάνα του τις έφτιαχνε κοκκινιστές με πιλάφι. Πουλιά κι αυτά σκέφτεται να έχουνε κολλήσει σ’ ένα αριθμό και να μην ξέρουν να μετράνε παρακάτω κι άντε ξανά δεκαοχτώ, δεκαοχτώ, δεν πρόκειται να κοιμηθεί, τον κούρασε και η διαρκής επανάληψη, σηκώθηκε και έφτιαξε καφέ…