Φρέσκα

ΤΑ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΙΑ

του Μιχάλη Δήμα

Δευτέρα 8 Μάη 2018. Η βάρκα ήταν τραβηγμένη στην ακτή, με μια μικρή κλίση από τη μια μεριά, να τη συγκρατούν υποστηρίγματα και σφήνες. Ο άντρας που την έβαφε, ασπρομάλλης με ρυτιδωμένο πρόσωπο φαγωμένο από τον ήλιο και την αλμύρα, ήταν γερμένος πάνω σε μια παλέτα για να δουλεύει πιο άνετα.

Σκαρί παλιό, μα με ζωή ακόμα ΤΑ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΙΑ. Δούλευε το πινέλο με τέτοια τρυφερότητα σα να τη θώπευε, μπορεί να της μουρμούριζε ακόμα και γλυκόλογα της βάρκας του, ο άντρας. Σαν κόρη του τη φρόντιζε, σα γυναίκα του κι ας την μοιραζόταν με τον αδελφό του.

Τα ύφαλα βαμμένα στο χρώμα του σκοτωμένου αίματος, σχεδόν κεραμιδί, τα έξαλα λευκά και μέσα το κατάστρωμα βαμμένο με ένα εκτυφλωτικό γαλάζιο. Πόσες ώρες θα έχει περάσει πάνω της, ένας Θεός το ξέρει. Τι χαρές και τι πίκρες θα έχουνε περάσει άραγε μαζί. Ψαριές καλές, ψαριές κακές, μπονάτσες και μπουρίνια, σχεδόν δεύτερο σπίτι του, μπορεί και πρώτο. Κι όλο βουτάει το πινέλο στον κουβά και την περνάει με μπογιά, καινούρια να την κάνει, να ξανοιχτούν πάλι μαζί στο πέλαγο, οι δυο τους, μοναχοί και σαν ερωτευμένοι να τα πούνε. Ανυπομονεί ο ψαράς για εκείνη τη στιγμή που θα τη ρίξει στη θάλασσα, αχ να στεγνώσει γρήγορα, να πάνε να καλάρουν, και από τα δίχτυα τους να βγει όλος ο ενάλιος πλούτος…