ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ ΒΑΤΡΑΧΟΠΕΔΙΛΑ
της Aλεξάνδρας Λαμπροπούλου (αναπολώντας…)
Η μητέρα το ανακοίνωσε πρωί – πρωί ξυπνώντας μας:
–«Σήμερα θα έρθει να μας επισκεφτεί ο κος Ηλίας, ο φίλος του μπαμπά».
Όλα τα παιδιά μόλις ακούσαμε το νέο, τσιρίζαμε και τρέχαμε γύρω – γύρω από τη χαρά μας. Εγώ ξεκινούσα από το υπνοδωμάτιο, διέσχιζα με φόρα το μακρύ διάδρομο και έσκαγα θορυβωδώς επάνω στην πόρτα του καθιστικού. Δεν ήξερα πως να εκφράσω εκείνη τη χαρά των πρώιμων χρόνων μου. Άλλες φορές για να εκτονωθώ, έπαιρνα φόρα και έπεφτα επάνω στα αδέλφια μου. Εκείνα, δοθείσης της ευκαιρίας, μου έριχναν καμιά κρυφή σφαλιάρα ή τσιμπιά. Τότε εγώ πατούσα τα κλάματα, η μητέρα ρωτούσε, «τι κάνατε στο κορίτσι;», αυτοί το έπαιζαν Αμερικάνοι, αλλά δεν ανταπέδιδε ποτέ για λογαριασμό μου τις σφαλιάρες.

Εκείνο το πρωί αφού ντυθήκαμε, στεκόμασταν σαν Παναγίες. Η μητέρα, μου φόρεσε το μοναδικό καλό μου βυσσινί φουστάνι. Το είχε φέρει η νονά μου το Πάσχα, αλλά εν τω μεταξύ είχα ρίξει μπόι και μου στεκόταν ελαφρώς κοντύτερο.
Ο κος Ηλίας ήταν αχώριστος φίλος του πατέρα από τα παιδικά τους χρόνια. Ήταν πια επιχειρηματίας, είχε το εργοστάσιο «FLORIDA» και έφτιαχνε τα βατραχοπέδιλα. Κάθε Ιούνιο έφερνε σε όλους μας καινούργια καθώς και μάσκες, αναπνευστήρες και ότι άλλο συνόδευε τα μπάνια μας. Όλα μπλε για τα αγόρια, και για μένα το μοναδικό κορίτσι της οικογένειας, κίτρινα…
Όμως παρόλο τον εξοπλισμό μας, που υπερείχε των άλλων παιδιών της γειτονιάς, τα μπάνια μας ξεκινούσαν πιο αργά από αυτών. Τον Ιούνιο είχαμε την συγκομιδή των βερίκοκων και όλη η οικογένεια έπρεπε να συμμετάσχει, έτσι η πρώτη μας βουτιά στη θάλασσα γινόταν συνήθως Ιούλιο. Και δεν ήταν άλλο να μας πειράζει περισσότερο, παρά το ψέμα μας στα γειτονόπουλα, όταν μας ρωτούσαν πόσα μπάνια έχουμε κάνει, επειδή δεν μπορούσαμε επ’ ουδενί να τους πούμε κανένα.
Γιατί τα μετρούσαμε τότε τα μπάνια μας, όπως και τα παγωτά που τρώγαμε. Όλα τα μετρούσαμε σαν παιδιά…
Και έτσι πάντα ξεκινούσαν τα μπάνια και τα καλοκαίρια μας, έστω και αργότερα… Με τα κίτρινα βατραχοπέδιλα του κου Ηλία, την αγωνία κάθε πρωί να ανέβω την μπλε σιδερένια σκάλα της κουζίνας για να δω τη θάλασσα, την αναζήτηση κάθε μεσημέρι για μεγάλους χρυσοπράσινους μπάμπουρες που δέναμε με κλωστή από τον θώρακα για να μην μας φύγουν, και τις κατσίκες που τους τραβούσαμε τα αυτιά για να παίξουμε. Τις βόλτες μέσα στα ποτισμένα κτήματα με τις γαλότσες, τα τζιτζίκια που εξολοθρεύαμε τα μεσημέρια της παιδικής ανίας και το κυνηγητό που ρίχναμε στις κότες της γειτόνισσας έτσι και περνούσαν τα σύνορα του κτήματος μας. Τα ξαδέλφια που περιμέναμε πως και πως από την Αθήνα για να μοιραστούμε τις σκανδαλιές και τη στρωματσάδα, και τα ψέματα της μητέρας για «γέρους» που κυκλοφορούν και κλέβουν παιδιά για να μας τρομάξει και να κοιμηθούμε επιτέλους.
Όλα αυτά στόλιζαν τα παιδικά μου καλοκαίρια, με εκείνη την απλότητα που το κάθε τι σου δίνει χαρά, και που τότε ούτε καν φανταζόμουν πόσο πολύτιμο ήταν. Όμως σήμερα που δεν υπάρχει πια ούτε ο πατέρας, ούτε η μητέρα, ούτε ο κος Ηλίας, ούτε τα τα βατραχοπέδιλα, ούτε η μπλε σιδερένια σκάλα, ούτε οι σκανδαλιές και οι τσιμπιές μεταξύ μας γιατί «σοβαρέψαμε» πια, όλα αυτά που έζησα έρχονται γλυκά να μου θυμίσουν πόσο υπέροχη εμπειρία είναι η ζωή μας και πώς από ένα τίποτα φτιάχνεται ο Παράδεισος…
…λίγο δροσερό χώμα για να περπατήσεις ξυπόλυτος, ένα ματσάκι ταπεινές παπαρούνες, ένα ρείκι για να στρώσεις στον ίσκιο του μια πετσέτα το μεσημέρι, η αλμύρα που σου τραβάει το δέρμα μετά το μπάνιο, το χάδι του χορταριού στις γυμνές σου γάμπες, το κελάηδισμα των αηδονιών το απόγευμα στις λεμονιές, η γεύση μιας φέτας ζυμωτού ψωμιού με λάδι, ένας κόκορας που σε ξυπνά χαράματα, και πάντα οι άνθρωποι σου οι πολύτιμοι για να τα μοιραστείς…