Ζήτα μου ό,τι θες…
του Dimitris Klm
Ζήτα και θα σου δοθεί, ψάξε και θα βρεις, χτύπα και θα ανοίξει για σένα. Για τον καθένα που ζητάει θα δοθεί, και αυτός που ψάχνει θα βρει και γι’ αυτόν που χτύπησε θα ανοίξει. Ζήτα μου να είμαι απόλυτος, να είμαι στενόμυαλος και δύστροπος. Ζήτα μου να βιαιοπραγήσω. Μέχρι και να σκοτώσω. Ζήτα μου να αδικήσω ή και να μεροληπτήσω με κριτήρια κοινωνικά, οικονομικά, φυλετικά. Ζήτα μου όμως. Βρες τι θες και ζήτησέ το μου. Γιατί αν δεν αποφασίσεις για ποιο λιμάνι θες να σαλπάρεις, τότε κανένας άνεμος δεν μπορεί να θεωρηθεί ευνοϊκός. Κανένας δεν θα είναι από πίσω να στηρίζει και να ωθεί για το ταξίδι, όποιο και αν είναι αυτό. Είτε το πλοίο σου έχει πανιά λευκά ή μαύρα.

Chloe Early
Τι είναι τελικά καλό; Τι κακό; Τι σε πάει μπροστά και τι πίσω; Συνηθίζουμε να έχουμε σε κουτάκια, εντυπωσιακά τακτοποιημένα, πράξεις, συμπεριφορές, συναισθήματα. Το καθένα τους μπορεί να είναι καλό. Ή κακό. Η γραμμή είναι πολύ σαφής εδώ. Ένα υπάκουο παιδί, φερ’ειπείν, είναι ένα καλό παιδί, ενώ σαφώς δεν θα μπορούσε κανείς να πει το ίδιο για ένα το οποίο αρνείται να πειθαρχήσει. Αυτό είναι σαφέστατα ο κακός γιός, η ατίθαση κόρη, ο μη συνεργάσιμος μαθητής. Μας αρέσουν λοιπόν οι ταμπέλες. Τα κάνουν όλα λίγο πιο εύκολα. Εξάλλου φαντάσου πώς θα ήταν οι δρόμοι χωρίς αυτές. Χάος. Αντίθετα με τις προαναφερθείσες παρ’ όλα αυτά, οι ανθρώπινες ταμπέλες μεγαλώνουν σε απόλυτη αρμονία με την ηλικία του κατόχου τους. Ταμπέλες με χέρια και πόδια. Χωρίς μάτια. Και η μοίρα του τυφλού δεν είναι άλλη από το να χαθεί.
Καλοκαίρι 1992. Μόλις είχα κλείσει τα έξι. Διακοπές στο χωριό, μπάνια στην παραλία, ταπεράκια, πιτσιρίκια, μαμάδες σε υπερπροστατευτική διάθεση και μια κουλούρα φουσκωτή με ένα κόκκινο αλογάκι κοτσαρισμένο πάνω της. Η παραλία, όπως όλες στη Λευκάδα, απότομη και η θάλασσα αγριεμένη. Και εγώ με την κουλούρα στην ακτή, φορεμένη πάνω μου, να κοιτάζω και να γοητεύομαι από τα κύματα που φαίνονταν σαν σύννεφα μέσα στη θάλασσα. Η κυρά-Ράνια, ή αλλιώς μαμάκα μου, ήταν κάθετη. Δεν θα έμπαινα στην θάλασσα γιατί ήταν επικίνδυνο, γιατί, γιατί, γιατί…Μέχρι που απορροφήθηκε από ένα σταυρόλεξο. Βούτηξα γρήγορα, να μην με καταλάβει, και άρχισα το κολύμπι. Όσο μπορούσα δηλαδή. Και εκεί που είχα φτάσει στα βαθιά, που δεν πάτωνα ούτε κατά διάνοια, αποφάσισα πως ήθελα να δω πως είναι ο βυθός. Και γλίστρησα μέσα από την κουλούρα αφήνοντας το κορμί μου στο νερό. Κατάπια μπόλικο και κάπου εκεί θυμήθηκα πως δεν ήξερα να κολυμπάω. Τραγωδία. Τις εικόνες μέσα στο νερό τις θυμάμαι ακόμα, όπως και τα πόδια του πατέρα μου που έτρεξε να με σώσει από τον πνιγμό. Βγαίνοντας έξω, η ταμπέλα μου με περίμενε. Κακό παιδί. Επιπλήξεις επί επιπλήξεων. Εγώ μόνο να δω το βυθό ήθελα.
Εκείνη την ημέρα κανείς δεν είδε το σημαντικότερο. Πως εγώ με αυτό που ήθελα, ήμουν ειλικρινής. Το ζήτησα και όταν μου το αρνήθηκαν το πήρα μόνος μου. Είχα πάει παρακάτω. Κανείς δεν κατάλαβε πως έκανα μια επιλογή βασισμένη στο θέλω μου και πως τώρα πια που όλο αυτό είχε τελειώσει κάτι είχα μάθει όσο κακό και αν θεωρήθηκε αυτό που έκανα. Μπορούσα πια να πω αν αυτό μου άρεσε ή όχι. Αν θέλω να το ξανακάνω ή να το απορρίψω. Αν θα κρατήσω μόνο την εμπειρία μου, ή αν τελικά, θα την χρησιμοποιήσω για να πάω λιγάκι παρακάτω. Δυστυχώς τελικά, το σημαντικότερο όλων το οποίο δεν έγινε αντιληπτό από κανέναν σε βάθος, ήταν πως εγώ χρειαζόμουν τον δικό μου χρόνο και τρόπο για να μάθω και πως τελικά αυτό που ήθελα για τον εαυτό μου, και μόνο, δεν μπορούσε να είναι ούτε καλό ούτε κακό. Δεν κατάλαβαν ότι δεν χρειαζόμουν την επέμβασή ή υπόδειξή τους στο τι να κάνω, αλλά τον χώρο και την στήριξη στην επιλογή μου, η οποία εκείνη την στιγμή μόνο αυτή θα μπορούσε να είναι. Απλά γιατί δεν ήμουν έτοιμος για καμία άλλη, πιο ασφαλή, πιο ώριμη.
Καλοκαίρι 2013. Εν μέσω κοινωνικής κρίσης, στα 27 μου πια και έχοντας γλιτώσει τον πνιγμό σε εκείνη την παραλία της Λευκάδας, ξαναβλέπω τις ίδιες εικόνες. Σαν να είμαι πάλι κάτω από το νερό και βλέπω θολά. Μόνο που τώρα, που έχω μεγαλώσει και καταλαβαίνω καλύτερα τις αφηρημένες έννοιες, η θάλασσα δεν είναι το νερό αλλά οι άνθρωποι γύρω μου. Και υπάρχει στον αέρα, ή καλύτερα στο νερό, μια απειλή και φόβος. Ο πολιτικός συντηρητισμός αυξάνεται και οι δυνάμεις που τον εκφράζουν αυξάνουν ποσοστά. Αυξάνουν οπαδούς. Και όλοι οι υπόλοιποι βρίσκονται σε υστερία. Ακριβώς όπως η μάνα μου εκείνη την ημέρα. Και ωρύονται. Ισχυρίζονται πως πάμε στον γκρεμό και πως όλες οι ελευθερίες μας θα ποδοπατηθούν από φασιστικές αντιλήψεις. Δεν έχουν και άδικο. Ούτε η μάνα μου είχε. Αυτό δεν μου στέρησε την ευκαιρία να δοκιμάσω, να πειραματιστώ, να διεκδικήσω το θέλω μου παρ’ όλα αυτά. Τελικά τι είναι σωστό και τι είναι λάθος; Είναι σωστό τελικά να αναπολεί κανείς ολοκαυτώματα και να αναγκάζεται να προσποιείται τον δημοκράτη; Είναι άραγε σκόπιμο να κάνει μια κοινωνία άλμα από τον συντηρητισμό στον φιλελευθερισμό σε ένα βράδυ γιατί αυτό είναι το πρέπον; Είναι εντάξει να αποποιείται κανείς τα θέλω του επειδή κάτι φοράει την ταμπέλα του καλού; Είναι λιγότερο φασιστικό να επιβάλεις το καλό;
Σαφώς, η ελευθερία κάποιου σταματά εκεί που αρχίζει κάποιου άλλου. Το να βιαιοπραγήσει, το να σκοτώσει, να μεροληπτήσει ή και να διακρίνει κανείς με κριτήρια σαθρά δεν δύναται να οδηγήσει μια κοινωνία σε καλύτερες μέρες. Όμως, η άλλη όψη αυτού το νομίσματος στα μάτια μου, λέει πως δεν μπορεί κανείς να έχει την αξίωση να ανέβει μια σκάλα αν δεν έχει πατήσει πρώτα όλα της τα σκαλοπάτια. Κάποια είναι βρώμικα, κάποια σάπια. Είναι ακόμα σκαλιά παρ’ όλα αυτά. Μπορεί κάποιος να μην θελήσει τελικά να τα ανέβει όλα, ή και το αντίθετο. Σίγουρα πάντως όσο κανείς αποφεύγει το περπάτημα, χάνει εικόνες. Όπου και αν επιθυμεί να πάει. Όπου και αν θέλει να κολυμπήσει.