Να σαλτάρω…Να σαλτάρω
του Γιώργου Ρούβαλη
Να σαλτάρω, να σαλτάρω τη ρεζέρβα να του πάρω… Έτσι τραγούδαγαν στην Κατοχή οι σαλταδόροι στην Αθήνα. Όποιος νομίζει όμως ότι σαλταδόροι υπήρχαν μόνο στην Αθήνα κι ότι έκλεβαν μόνο σαμπρέλες, κάνει μεγάλο λάθος. Δεν ντρέπομαι καθόλου να σας πω ότι ήμουν κι εγώ σαλταδόρος και μάλιστα από τους πρώτους και στο Ναύπλιο. Κι αυτό γιατί ο φτωχός πάντα θα υποφέρει, πάντα θα είναι από κάτω, και μάλιστα σε περιόδους σαν εκείνες. Πρέπει λοιπόν κι αυτός να αμυνθεί, να επιζήσει.

Όταν άρχισε ο πόλεμος, ήμουν έντεκα χρονών παιδί. Μέναμε σε ένα σπιτάκι στη Πρόνοια, ο πατέρας μου κουρέας κι είμαστε έξι παιδιά, τρία αγόρια και τρία κορίτσια, εγώ ο μεγαλύτερος. Τα σχολεία έκλεισαν κι εμείς τριγυρνάγαμε στους δρόμους. Στην αρχή μας ήρθαν οι Ιταλοί κι αυτομάτως τα τρόφιμα άρχισαν να σπανίζουν. Εγώ ήμουν πολύ μάγκας κι έγινα ακόμα σκληρότερος από την Κατοχή και την ανάγκη. Δεν με σταμάταγε τίποτα.
Στην πλατεία Εθνοσυνελεύσεως της Πρόνοιας – στη γωνία ήταν και το σπίτι μου – οι Ιταλοί είχαν φτιάξει με καλάμια έναν σαν φράχτη και στη μέση είχαν τα μουλάρια τους. Τα πρόσεχε μια μικρή διμοιρία στρατιώτες με έναν ανθυπολοχαγό. Τώρα, τα μουλάρια εμάς, ως παιδιά, μας ενδιέφεραν όχι ως μουλάρια αλλά επειδή το καθένα τους είχε δεμένο στη μουσούδα τους ένα ντορβά με κουκιά, favetti όπως τα έλεγαν οι μακαρονάδες.
Περιμέναμε λοιπόν να νυχτώσει καλά και μετά, αθόρυβα, σαν αίλουροι σκαρφαλώναμε το φράχτη, πηδάγαμε μέσα και με ένα ψαλίδι κόβαμε τους ντορβάδες με τα κουκιά και τους πετάγαμε απ’ έξω. Ύστερα, πάλι σάλτο και μην είδατε το Παναή!
Εμένα ποτέ δεν μ’ έπιασαν. Αλλά έναν χοντρό και κοντό τον Ηλία τον άρπαξε μια νύχτα ο λοχίας και για τιμωρία τον κρέμασε απ’ τα πόδια στο δέντρο. Πάω λοιπόν να τον σώσω. Του λέω :
-Σαρτζέντο, κουέστο ραγκάτσο νο μάλο, μπουόνο, μπουόνο.
-Μα κε μπουόνο, σε ρούμπα λι φαβέττι ; λέει ο λοχίας.
-Ε λα φάμε, του λέω.
-Νον λο φα πιού. Καραντίσκο ίο.
Με τα πολλά, τον πείσαμε τον λοχία και τον ξεκρέμασε από το δέντρο, αλλά τα κουκιά τα φάγαμε όλα κι εμείς και οι μανάδες μας.
Όταν ήρθαν οι Γερμανοί στο Ναύπλιο, έπεσαν σαν κοράκια στα μαγαζιά κι αγόραζαν με τα κατοχικά μάρκα τους ό,τι έβρισκαν. Σε ελάχιστες μέρες, τις πρώτες, ξεσήκωσαν τα πάντα : έπιπλα, στρώματα, ρούχα, παπούτσια, υφάσματα, τρόφιμα. Τα κάνανε μεγάλα πακέτα και τα στέλνανε στη Γερμανία., στα σπίτια τους. Πλιάτσικο κανονικό , δηλαδή. Δίπλα στο κουρείο του πατέρα μου, υπήρχε το μεγάλο κατάστημα νεωτερισμών του Παπαθανασίου ή Κοφινιώτη. Ερχόταν κάθε μέρα ένα γερμανός λοχίας κι αγόραζε τρία – τέσσερα ζευγάρια παπούτσια. Μέχρι που ο Κοφινιώτης άρχισε να τα κρύβει και να του λέει ότι δεν είχε άλλα. Βγάζει λοιπόν το πιστόλι και του το κολλάει στο μηλίγγι. Ο Κοφινιώτης πάνιασε. Του ‘δωσε το τελευταίο ζευγάρι παπούτσια και μετά πήγε και μίλησε με τον Στρατηγό Τουμπέκα, απόστρατο τώρα, που’ χε σπουδάσει στη Γερμανία και μιλούσε φαρσί τα γερμανικά. Όταν την άλλη μέρα ξανάρθε με μια μοτοσικλέτα με καλάθι που είχε, εμφανίστηκε ο Τουμπέκας και με θάρρος τον μάλωσε. «Ντροπιάζετε ολόκληρη τη Βέρμαχτ και ολόκληρο το Γ’ Ράιχ με τη συμπεριφορά σας», τον αποπήρε. Ντράπηκε ο άλλος, έβαλε την ουρά στα σκέλια και για πρώτη φορά έφυγε χωρίς εμπόρευμα.
Αλλά όταν λέω μάζευαν τα πάντα, σημαίνει ότι εμείς δεν βρίσκαμε πλέον τρόφιμα στα μπακάλικα. Άρχισε η πείνα. Οι Γερμανοί δεν ήταν όπως οι Ιταλοί, που ‘διναν περίσσευμα στα παιδιά κι αν ήσουν ωραία κοπέλα και καμιά πανιότα, κάτι μικρά στρογγυλά ψωμάκια. Αυτοί, ό,τι περίσσευε στο καζάνι τους του ‘ριχναν πετρέλαιο από πάνω για να μην μπορεί να το φάει κανένας !
Αλλά κι εμείς τους βουτάγαμε ό,τι μπορούσαμε. Εγώ ήθελα να βάλω χέρι σ’ ένα περίστροφο γιατί ήταν πονηροί καιροί κι ήθελα να μπορώ να αμυνθώ´, αν μου συνέβαινε τίποτα. Πήγα λοιπόν στη πλαζ, στην Αρβανιτιά, και παραμόνεψα απ’ το γκρεμό, πίσω απ’ τις φραγκοσυκιές κάτι Γερμανούς που πλατσούριζαν στη θάλασσα κάτω. Σιγά-σιγά, σα γάτος, σύρθηκα με προσοχή μέχρι τα ρούχα τους κι άρπαξα ένα πιστόλι Walter, αυστριακό, με τη θήκη του τη δερμάτινη. Αυτά τα είχαν μόνον οι αξιωματικοί. Μετά το ‘βαλα στα πόδια, έγινα μπουχός κι από τότε είχα το πιστόλι σπίτι μου κι αισθανόμουν ήσυχος.
Κάτι άλλα παιδιά, είχαν βρει μερικές παλιές εγγλέζικες μπαταρίες αυτοκινήτου, τις είχαν σπάσει κι είχαν πάρει ένα μαύρο υγρό που ‘χαν μέσα. Μετά, έκαναν τους λούστρους και γυάλιζαν μ’ αυτό τις μπότες των Γερμανών μπροστά στο Δικαστικό Μέγαρο. Αλλά το υγρό ήταν καυστικό κι ύστερα από τρία τέσσερα γυαλίσματα έτρωγε το δέρμα κι έκανε τρύπες… Οι Γερμανοί, έξαλλοι, να ψάχνουν να βρουν τα λουστράκια να τα κάνουν να ομολογήσουν το κρίμα τους…
Θυμάμαι ακόμα ένα βράδυ, που είχαμε κάνει ντου σε μια αποθήκη κι εγώ είχα σηκώσει ένα ολόκληρο κεφάλι τυρί παρμεζάνα, από ‘κείνα τα μεγάλα, τα στρογγυλά. Στην έξοδο, ο φρουρός με πήρε χαμπάρι αλλά ήταν αδύνατο να με φτάσει, γιατί την παρμεζάνα την είχα κάνει ρόδα και την κύλαγα γρήγορα. Μου ‘πεσε όμως στο δρόμο κι ήταν αδύνατο να την σηκώσω μόνος μου, γιατί ήταν ολόκληρο γαϊδούρι. Την παράτησα λοιπόν εκεί κι άρχισα να τρέχω. Ο σκοπός όμως, έπρεπε να γυρίσει στη σκοπιά του, δεν μπορούσε να φύγει μακριά κι έτσι η παρμεζάνα έμεινε εκεί στη μέση του δρόμου, στην Πολυζωίδου, εκεί που είναι οι καπναποθήκες, πιο πέρα από το Δικαστικό Μέγαρο. Γύρισα αμέσως με δυο τρία άλλα μαγκόπαιδα και την κουβαλήσαμε σπίτια μας, μήνες τρώγαμε την παρμεζάνα…
Όταν έγινε η Απελευθέρωση, άρχισαν να μας έρχονται ρούχα και τρόφιμα από την Ούνρρα. Αλλά δεν πήγαιναν στους φτωχούς, που τα χρειαζόντουσαν πώς και πώς εδώ που τα λέμε, τα περισσότερα τα μάζευε ένας κύριος της καλής κοινωνίας, δικηγόρος, και τα ‘βαζε στην αποθήκη, στο υπόγειο του σπιτιού του, κοντά στο κουρείο του πατέρα μου. Εγώ, απ’ το κουρείο απέναντι, τον έβλεπα να μεταφέρει συχνά τα πράγματα μ’ ένα καρότσι και με τρόπο του λέω :
-Δεν κάνει να μαζεύουμε πολλά, γιατί ο κόσμος βλέπει κι είναι κακός…
-Μην ανησυχείς, θα σε τακτοποιήσω, μου απαντάει.
Και πραγματικά, ένα βράδυ, με μπάζει στην αποθήκη και μου δίνει ένα ολοκαίνουργιο κουστούμι αμερικάνικο. Το φόραγα και κατηφόριζα καμαρωτός – καμαρωτός τη λεωφόρο της Πρόνοιας κι ήμουναντρινκ μάι φορ, στη βόλτα στο Μεγάλο Δρόμο και στην παραλία το καλοκαίρι… Μετά, ο καλός κύριος, τι καλός κύριος δηλαδή, ένα χοντρό γουρούνι ήταν, είχε εκεί πέρα μήνες, χρόνια ολόκληρα, κάτι κονσέρβες κόρνε μπηφ. Μου λέει :
-Για κοίταξε εσύ που ξέρεις, είναι καλές ακόμα ή έχουν χαλάσει ;
Ανοίγω και δοκιμάζω μία και του κάνω :
-Μπα, αυτές χάλασαν πια. Θα δηλητηριαστείς άμα τις φας.
-Και τώρα τι κάνουμε ; Πώς να τις πετάξω ; Είναι πολλές.
-Μην ανησυχείς, το αναλαμβάνω εγώ, θα τις παίρνω λίγες -λίγες και δεν θα το πάρει χαμπάρι κανένας.
Και έτσι έγινε. Έβγαζα μία τη φορά, ήταν μεγάλες, πεντόκιλα. Και για μήνες ολόκληρους, όλη η Πρόνοια τηγάνιζε κεφτέδες από κόρνε μπηφ κι οι μανάδες κι όλες οι οικογένειες, φίλοι-γνωστοί, όλη η φτωχολογιά, με ευλογούσαν για την εξυπνάδα μου…
Από τη συλλογή διηγημάτων Αποστολή στην Αμαζονία
Εκδόσεις Απόπειρα, 2015