ΣΤΟ ΝΤΙΒΑΝΙ… με τον ψυχαναλυτή μου
της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου
Δεν άρχισαν οι συνεδρίες μας στο ντιβάνι. Μας πήρε πολύ καιρό μέχρι να με βάλει να ξαπλώσω. Στην αρχή καθόμουν στην πολυθρόνα απέναντι απ' το γραφείο του. Αυτός ήταν μια χαρά οχυρωμένος πίσω απ' τα βιβλία που είχε στοιβάξει πάνω σ' αυτό. Τα γυαλιά του πηγαινοέρχονταν, μια τα έβαζε, μια τα έβγαζε, ενώ εγώ στριφογύριζα αμήχανα και άλλαζα συνεχώς σταυροπόδι. Δεν είναι και εύκολο να εκτίθεσαι βλέπεις.

Egon Schiele, Wally in red blouse with raised knees, 1913
Μου μιλούσε σπάνια και από καθέδρας. Τις περισσότερες στιγμές ήταν με το κεφάλι σκυμμένο. Τώρα, με άκουγε, δεν με άκουγε, δεν έχω ιδέα. Διατεινόταν ότι με παρακολουθούσε στενά, αλλά είμαι σχεδόν σίγουρη πως όχι. Κάποτε του άρεσαν αυτά που του έλεγα, ειδικά η αφέλειά μου, αλλά επειδή δεν μπορούσε να γελάσει, μηδιούσε μόνο και έβγαζε έναν ήχο μπάσο, σαν αναστεναγμό. Εμένα μου ακουγόταν σαν ερωτικός στεναγμός, αλλά τώρα που το ξανασκέφτομαι μάλλον δε ήταν, η φαντασία μου τον έκανε.
Εννοείται πως τον ερωτεύτηκα, είναι γνωστή η επιπλοκή άλλωστε στη σχέση αναλυτή – αναλυομένης. Τον τσιγκλούσα λοιπόν σε κάθε ευκαιρία. Του πείραζα τα βιβλία πάνω στο γραφείο, τάχα ασυνείδητα, τα ίσιωνα ή τα στράβωνα, πήγαινα δέκα λεπτά αργότερα στη συνεδρία, χτυπούσα απότομα την πόρτα στην είσοδο, και κάποτε καθόμουν εντελώς αμίλητη σε όλη τη διάρκεια, μόνο και μόνο για να τον ακούσω να μου λέει επανειλημμένως, «λοιπόν;» Ήθελα να τον αποσυντονίζω και κάτι κουτσοκατάφερνα νομίζω.
Τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα τα όνειρα και οι ερωτικές φαντασιώσεις μου, ήταν φροϊδικός και οι τέτοιοι τα έχουν κάτι τέτοια. Βέβαια δεν τα αποκαλύπτεις και άκοπα, η κοινωνία μάς έχει κάνει να αισθανόμαστε ένοχοι για τα όνειρα, για τις πράξεις είναι που μας δίνει ελαφρυντικά.
Εκείνη η συνεδρία είχε ξεκινήσει με ένα ερωτικό όνειρο που είχα δει την προηγούμενη μ’ έναν καθηγητή μου. Πριν προλάβω να συνεχίσω ξαφνικά σηκώθηκε από το γραφείο και μου είπε: «Ήρθε η ώρα να ξαπλώσεις». Να πω ότι δεν με ξάφνιασε; Αγχώθηκα, μ’ έπιασε ταχυπαλμία, ξεράθηκε ο λαιμός μου.
Το ντιβάνι ήταν ένα ανάκλινδρο το οποίο δεν το έβλεπα με καλό μάτι απ’ την αρχή. Κατ’ αρχάς ποιος ήξερε πόσες και ποιες έχει βάλει εκεί πάνω πριν από μένα. Και τι νόμιζε δηλαδή; ότι έτσι θα παραδινόμουν άνευ όρων. «Δεν θέλω» του είπα κοφτά. «Ξάπλωσε» μου είπε επιτακτικά. Εντάξει θα ξαπλώσω αλλά όχι τόσο εύκολα. Δεν βολεύομαι, θέλω μαξιλάρι. Πήγε και μου έφερε ένα απ’ τον προθάλαμο. Θέλω κι άλλο μαξιλάρι, δε βολεύεται η μέση μου. Μου έφερε κι άλλο. Κρυώνω. Μου έφερε και κουβερτούλα και με σκέπασε. «Εσείς που θα καθίσετε;» Δεν μου απάντησε, παρά πήγε ο διάβολος και κάθισε πίσω μου. Δεν μπορούσα να έχω έλεγχο σε τίποτα. Ήταν σαν το ερωτικό παιχνίδι που σου έχουν δέσει τα μάτια και είσαι ολότελα στο σκοτάδι αλλά το σώμα σου βρίσκεται στο έλεος του άλλου.
Χρειάστηκα πέντε λεπτά, ανασυντάχθηκα κι άρχισα τότε να εξιστορώ το ερωτικό όνειρο με όλες τις λεπτομέρειες. Δεν μιλούσε και ούτε έβγαζε ήχους, μόνο την ώρα που θα έφτανα στην κορύφωση της σκηνής, μ’ έκοψε: «Η συνεδρία μας τελείωσε, την επόμενη φορά».
Δεν πρόλαβα να φτάσω στον οργασμό.