Φρέσκα

ΜΝΗΣΙΠΗΜΩΝ ΠΟΝΟΣ

της Έλενας Γεωργαλά

 

“ Στάζει δ’ ανθ’ ύπνου προ καρδίας μνησιπήμων πόνος”

ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Αγαμέμνων

 

Κάθε τόπος έχει τις φωνές του. Και κάθε άνθρωπος τις εποχές του. Αν η νιότη υπήρξε το μέγα καλοκαιρινό μεσημέρι μας, στο μεσοστράτι μας τα ακροθιγή τζιτζίκια τέλεψαν το τραγούδι .

 

Ας είναι. Καθείς τα συστατικά της δικής του πατρίδας, της επονομαζόμενης συνείδησης, τα προμηθεύεται από τα ταμπούρια της ζωής. Και κάνει κρύο από εκείνη την μπάντα. Είναι βαριά η καλογερική. Δε σιμώνει ψυχή. Στο μέρος εκείνο, εξόν από τον εαυτό σου, δεν γίνεται να παρίσταται άλλος κανείς.

 

 

Μνησιπήμων πόνος, είναι ο πόνος που μας υπενθυμίζει τα παθήματά μας και μας συνετίζει. Είναι η αλγεινή ανάμνηση των συμφορών που μας δίδαξαν. Ο μνησιπήμων πόνος, στάζει ακόμα και στον ύπνο μας μπρος στην καρδιά μας, κατά τον αρχαϊκότερο των τραγωδών μας. Είναι αυτός που καταφέρνει να μετατρέψει τα εσωτερικά μας ερείπια σε αγάλματα. Που μεταστοιχειώνει το φαρμάκι σε φάρμακο. Κοντολογίς, ίσως να φέρει και τις Ευριδίκες μας κάποτε στο φως.

Melanie Pullen

Πρωτευόντως, συγκατοικεί με όσους βούτηξαν καταμεσής φουρτουνιασμένης θάλασσας, και ξανανέβηκαν στην επιφάνεια είκοσι χρόνια νεώτεροι.

 

Με όσους πήραν αλά μπρατσέτα εκ δεξιών την ανελεήμονη μοίρα τους, εξ ευωνύμων την κακοποιημένη ευαισθησία τους, και τις πήγαν βόλτα στις λιακάδες, χωρίς να βγάλουν δάκρυ.

 

Ο μνησιπήμων πόνος ζει με αυτούς που λάτρεψαν ότι δικό τους τάχτηκε να μείνει στα ξένα.

 

Και με εκείνους τους άλλους, που όταν την νύχτα τους τρυγά μυστικός πυρετός, απλά ανοίγουν το παράθυρο, και καλούν σε βοήθεια τον φίλο τους τον Βορέα.

 

Ο μνησιπήμων πόνος, συνταξιδεύει με αυτούς που πάντα κόβουν ταχύτητα στο πορτοκαλί φανάρι όσο κι’ αν θέλουν να πατήσουν γκάζι.

 

Με όσους κατέβηκαν την ταπεινή κλίμακα των πραγμάτων, κι ένα λιγούλι γιασεμάκι υπήρξε το σπαθί τους.

 

Ένα: « Εγώ που σ’ αγαπώ».

 

Με όλους αυτούς, που εν πάση περιπτώσει, μπορώ να συνεννοηθώ καλύτερα.

 

«…. Ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.

Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές

είναι γιατί τ’ ακούς γλυκύτερα,

κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή

γιατί είναι αμίλητη και προχωράει.

Στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο

μνησιπήμων πόνος…»

Τελευταίος Σταθμός

 

Γ.Σεφέρης