Άνθρωπος στο super market…Τα μακαρόνια
της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου
Εκείνο το πρωί η Φωτούλα ξύπνησε τον άντρα της άγρια.
«Ξύπνα επιτέλους! που κοιμάσαι λες και δεν έγινε τίποτα. Εδώ ο κόσμος καίγεται, τα λεφτά τελειώνουν. Δεν μπορώ να καταλάβω την αναισθησία σου. Πρέπει να πάμε να πάρουμε τρόφιμα, σε λίγο δεν θα βρίσκουμε τίποτα. Τόσα στόματα είμαστε». «Εμένα τι με θέλεις; Πάρε το καρότσι και πήγαινε. Δίπλα είναι το super market».Τόλμησε να πει αγουροξυπνημένος ο Γιάννος. «Θα πάμε με το αυτοκίνητο. Πως θα κουβαλήσουμε τόσα πράγματα; Με πονάει η μέση μου. Μισός άνθρωπος κατάντησα. Ή μήπως περιμένεις να ασχοληθεί κάποιος άλλος; Μήπως οι ανεπρόκοπες οι νύφες σου ή οι γιοί σου που τους έχουν αποβλακώσει;»
Η Φωτούλα μπήκε κουτσαίνοντας και νευριασμένη στο super market, αφού ο άντρας της για άλλη μια φορά αποδείχτηκε άχρηστος. Τίποτα δεν μπορούσε να κάνει σωστά. Δεν έβρισκε κέρμα για το καρότσι. Έψαχνε στις τσέπες του, στο πορτοφόλι του, στο αυτοκίνητο, και τελικά τον έστειλε στο ταμείο να χαλάσει πεντάευρω. Ο Γιάννος, εκνευρισμένος και αυτός από την κακότροπη συμπεριφορά και το ύφος της, της το πέταξε σχεδόν στα μούτρα.

Ήταν συνομήλικοι, στα εξήντα πέντε τους, παντρεμένοι από τα είκοσι, με δύο γιους, δύο νύφες και τρία εγγόνια, που ακόμα τους ταλαιπωρούσε η ζωή όπως έλεγε η Φωτούλα, που ανάστησε δύο παλληκάρια αλλά δεν ευτύχισε να επιλέξουν καλές νύφες. Ο Γιάννος ήταν ένας σχετικά αθώος ανθρωπάκος, μια καλλιτεχνική φύση, που αναγκάστηκε λόγω των συνθηκών να χειρονακτήσει για να ζήσει την οικογένειά του. Δεν είχε τη δυνατότητα να αναλάβει πολλές ευθύνες και πρωτοβουλίες. Τις φόρτωσε όλες στην πρόθυμη Φωτούλα, της οποίας έγινε το πειθήνιο όργανο. Αυτή, πάντα ήξερε τι πρέπει να γίνει και πως.
Η Φωτούλα έδενε και έλυνε σε τρεις οικογένειες. Ζούσε σε οικογενειακή πολυκατοικία «σάντουιτς» με τα παιδιά της, τον πρωτότοκο στον επάνω όροφο και τον μικρότερο στον κάτω. Μεγάλωσε τα εγγόνια, καθάριζε, μαγείρευε για όλους και απαιτούσε να τρώνε το φαγητό της, με το οποίο και προσπαθούσε να τους ελέγχει. Κανείς δεν έβγαζε άχνα και δεν έφερνε αντίρρηση, γιατί αυτή ήταν το θύμα της ιστορίας που θυσίασε τη ζωή της γι όλους. Οι νύφες μόνο δούλευαν και έφτιαχναν νύχια, μαλλιά και λούσα, και αυτή, το κορόιδο της υπόθεσης, την είχαν για τη λάντζα. Ανεπρόκοπες και τεμπέλες τις έλεγε στον άντρα της.
Στις νύφες δεν τολμούσε να πει τίποτα, γιατί θυμόταν πάντα τη συμβουλή της Κατίγκως, της σοφής Ηπειρώτισσα μάνας της, πως άμα δεν έχεις καλή σχέση με τη νύφη θα χάσεις και το γιο. Μπροστά τους έδειχνε ενδιαφέρον για τις δουλειές τους και συμμεριζόταν τάχα το πόσο κουράζονταν. Είχε όμως τον τρόπο της να πετάει πλάγιες σπόντες στους γιους και να σπέρνει διχόνοια στα ζευγάρια. Ακόμα και στα εγγόνια είχε βάλει χέρι και έλεγε κουβέντες, τα οποία είχαν τη γιαγιά τους για ηρωίδα. Διαίρει και βασίλευε, η Φωτούλα.
Αφού μπήκαν τελικά στο super market, κατευθύνθηκε στο ράφι με τα ζυμαρικά. Πήρε είκοσι συσκευασίες από το καθένα, Νο 6 για μακαρονάδα, Νο 2 για παστίτσιο, κριθαράκι για γιουβέτσι, λαζάνια, χυλοπίτες και κοφτό μακαρονάκι. Μόνο τα ζυμαρικά ήταν εξήντα κιλά. Πήρε εβαπορέ γάλα, ζάχαρη, αλεύρι, κονσέρβες κονκασέ ντομάτα, swan, corned beaf, και ότι άλλο μπορούσε να έχει διάρκεια πάνω από έξι μήνες.
Το καρότσι, με τόσο βάρος, με δυσκολία το τσουλούσε ο Γιάννος στο διάδρομο. Η Φωτούλα από πίσω, έσερνε τη σιλουέτα της θριαμβευτικά, για την επιτυχία της να εξοικονομήσει για το επόμενο διάστημα τροφή για την φαμίλια. Είχε ήδη πάρει όσπρια χύμα από το χωριό και ο καταψύκτης της βεράντας ήταν γεμάτος. Είχε καλέσει και τον σιδερά και της έβαλε ένα λουκέτο για να τον κλειδώνει, γιατί ποτέ δεν ξέρεις προς τα που θα πάει η κατάσταση. Φοβόταν ακόμα και πλιάτσικο. Όλα τα σκεφτόταν και τα φρόντιζε η Φωτούλα. Καλά που υπήρχε και αυτή γιατί αλλιώς θα πέθαιναν όλοι της πείνας.
Γύρισαν σπίτι στις δώδεκα και πήγε να ξαπλώσει για να ξεκουραστεί. Έδωσε οδηγίες στον Γιάννο να κουβαλήσει και να αφήσει τις σακούλες στο δάπεδο της κουζίνας. Θα τακτοποιούσε τα τρόφιμα αργότερα.
Ξαπλωμένη όπως ήταν και ακούγοντας τον άντρα της να «ψέλνει», για την υστερία και την τρέλα της, αποφάσισε να μη μαγειρέψει εκείνη τη μέρα. Να επιστρέψουν όλοι από τα σχολεία και τις δουλειές τους πεινασμένοι, και να μην βρουν φαγητό.
Κάπως έπρεπε να καταλάβουν την κούραση της και να αναγνωρίσουν τις θυσίες της. Κλείδωσε και τον καταψύκτη, για να μην μπορούν να πάρουν ούτε και από τις έτοιμες πίτσες για ψήσιμο, και τους περίμενε…