Φρέσκα

Η ηλιόλουστη καλύβα

της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου

 

Έρχεται αναπόφευκτα κάποτε κάποια στιγμή στη ζωή που καλείσαι να διαλέξεις που τελικά θα κατοικήσεις. Που θα στήσεις τσαρδί. Κατά την όχθη του λογικού ή να πας απέναντι;

 

Προς στιγμή το σκέφτεσαι, σταθμίζεις τα οφέλη, τις δυνατότητες σου, την παρέα που θα έχεις και αποφασίζεις, οπωσδήποτε, πως πρέπει να πάρεις το μονοπάτι της λογικής.

 

Όμως φευ! Άπαξ και μπήκες στο δίλημμα, πέρασες ήδη κολυμπώντας για να εξερευνήσεις την απέναντι όχθη!

 

Τι είναι απέναντι; Η χώρα της ουτοπίας, της ονειροφαντασίας και του συναισθήματος. Και άμα φτάσεις εκεί, βρίσκεις πολύ, μα πάρα πολύ κόσμο. Τόσο που αναρωτιέσαι, τι είναι το “κανονικό”;

 

Που ζούμε όλοι τελικά? Πως τη βγάζουμε καθαρή; Που είμαστε εν τέλει ελεύθεροι;

 

Αφού το δεις και αυτό, έπειτα επιστρέφεις στην άλλη μεριά γιατί πρέπει να συναντήσεις αυτούς που πρέπει να συναντήσεις, και να συνδιαλλαγείς μαζί τους κατά το πρέπον. Εύκολο! Είσαι προγραμματισμένος για αυτή τη δουλειά. Θα την κάνεις με επιμέλεια και σύνεση και αφού τελειώσεις με τις υποχρεώσεις, θα ξαναβουτήξεις για απέναντι.

 

Και σιγά σιγά τα όρια του λογικού και της ονειροφαντασίας θα γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα. Η απόσταση εξάλλου μικρή, δυό απλωτές μόνο. Το ταξίδι βολικό. Μια στην δεξιά και μια στην αριστερή όχθη. Μια από δω και μια από κει, κατά πως βολεύει τις εκάστοτε συνθήκες. Κατά πως βολεύει να συναντάς τους άλλους, γιατί άλλοι είναι από εδώ και άλλοι είναι από κει.

 

 Και συ κατά που να γύρεις;
Έχω δυο σπίτια στήσει στον κόσμο τούτο για να κατοικώ.

 

Το “κανονικό” μου, διαμέρισμα πλήρως επιπλωμένο με τα σεα του και τα μεα του. Τη θέρμανση του, τον ψυγειοκαταψύκτη του και όλες τις σύγχρονες ανέσεις. Με smart tv, wi fi, και lap top. Τις ακριβές μου τσάντες, τα σινιέ συνολάκια και τα σύνεργα του μακιγιάζ για τις απαραίτητες βραδυνές μου μεταμφιέσεις. Αλλά και τις λογοτεχνικές μου καταφυγές ταξινομημένες κατά είδος και τις μουσικές μου για τις ώρες τις πνευματικής τροφής. Όλα με σύνεση τακτοποιημένα.

 

Και υπάρχει και μια καλύβα απέναντι, φτωχική και ζεστή σαν την απλότητα του ήλιου. Δεν έχει τίποτα, ούτε καν ένα κρεββάτι. Τη λούζει μόνο το φως. Εκεί στέκομαι, στην είσοδο, και βλέπω όλα τα χρώματα. Καθαρά και ξάστερα. Και τίποτε άλλο. Αλλά η καρδιά μου ευφραίνεται και πάλλει. Και θέλει να γυρνά πάντα εκεί.

 

Αλλά δεν μπορεί…