Φρέσκα

Στην αυλή…κάτω απ’ την πέργκολα

της Έφης Καραμιχάλη

 

Tο καφενείο του Λευτέρη ήταν γωνιακό τρία σπίτια και ένας δρόμος μας χώριζε. Ήταν γύρω γύρω όλο τζάμια με ξύλινα κουφώματα βαμμένα μπλε. Η πόρτα του ήταν ακριβώς στη γωνία. Μέσα το πρώτο πράγμα που έβλεπες ήταν το τζουκ μποξ με τα 45άρια βινύλια δισκάκια λαϊκά, Καζαντζίδη, Μπιθικώτση,  Γαβαλά, Περπινιάδη… ρεμπέτικα, Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, αλλά και δίσκους με πολλούς ανατολίτικους αμανέδες! Πάνω στο τζάμι του ήσαν κολλημένες φωτογραφίες από θαμώνες και από γλέντια του μαγαζιού. Οι καρέκλες ήσαν ψάθινες και τα τραπεζάκια σιδερένια μασίφ, όλα βαμμένα κόκκινα.Ο Λευτέρης ήταν αριστερός το ξέρανε όλοι στη γειτονιά.

Κάπου στο τέλος του’49,  είκοσιπεντάχρονος τότε γλύτωσε στο παρά πέντε το απόσπασμα αλλά »θύτευσε» κοντά δυο χρόνια στη Γυάρο. Όταν γύρισε άνοιξε αυτό το καφενείο που το είχε μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Ήταν δικό του όπως και οι δυο κάμαρες που είχε δίπλα για να μένει. Στο πίσω μέρος είχε μια υπέροχη αυλή που επικοινωνούσε με το μαγαζί του. Με το που έφτιαχνε ο καιρός έβγαινε το τζουκ μποξ στην αυλή μαζί με όλα τα κόκκινα τραπεζάκια εκεί ανάμεσα σε βασιλικούς και πέργκολες με μπιγκόνιες κισσούς βουκαμβίλιες και γύρω γύρω στο συρμάτινο φράχτη νυχτολούλουδα. Τα λάτρευε τα λουλούδια ο Λευτέρης. Έψαχνε καινούριες ρίζες τις φύτευε και καμάρωνε.

Κάποια Σάββατα του καλοκαιριού ήταν η οικογενειακή μας έξοδος! Η μαμά έκανε μαλλί στο κομμωτήριο ο μπαμπάς έβαζε τα »καλά» του, εμείς μες την τρελή χαρά και όλοι μαζί στην λουλουδένια αυλή του Λευτέρη. Αισθανόμουν σαν να έμπαινα σε άλλο κόσμο. Μυρωδάτο και ανθισμένο παντού. Όπου κοίταζες έβλεπες λουλούδια και άκουγες μουσική.

Μετά άρχιζε σιγά σιγά να έρχεται η γειτονιά. Η Τούλα με τον Γιώργο, ο Γιασάρ με την Αϊσέ, (Μουσουλμάνοι φίλοι, και συνάδελφος του μπαμπά) με τα δυο τους αγόρια, ο Γκάρμπις και η Αράζ Αρμένιοι με την κόρη τους που είχαν μαγαζί με είδη σπιτιού, ο Ένζο με την Λενιώ (αυτός Ιταλός ράφτης είχε ξεμείνει από τον πόλεμο για τα μάτια της Λενιώς), ο Ρέις με την Άφρα (Εβραίοι είχαν μπακάλικο στο λιμάνι) μ’ ένα μοναχογιό….κι έτσι γέμιζαν σιγά σιγά τα κόκκινα τραπεζάκια. Μοσχομύριζαν οι μεζέδες του Λευτέρη τα παιδιά τρέχαμε με τα κέρματα στο χέρι να βάζουμε δίσκους στο τζουκ μποξ οι γονείς μας να τραγουδούν, να μιλάνε,να γελάνε, να ρίχνουν και καμμία ζεϊμπεκιά…ένας κόσμος όμορφος διαφορετικός αγαπημένος κάτω από την ίδια πέργκολα μέσα σε μια μικρή αυλή κάπου μέσα στη πόλη, κάπου μέσα στον κόσμο….