Φρέσκα

Σαπφώ Νοταρά…Χριστούγεννα και απέραντη μοναξιά

της Ελένης Αποστολοπούλου

 

Ανήμερα Χριστούγεννα, 1984. Μια γριούλα με καμπούρα περιμένει σκυφτή στη σειρά της να πάρει ένα φλιτζάνι τσάι για να ζεσταθεί, στο μπαρ της πάλαι ποτέ ΕΡΤ. Φοράει παλιομοδίτικα ρούχα, καπελάκι, κασκόλ, λίγο στραπατσαρισμένα παπούτσια και μια γούνα τριμμένη και θλιβερή ριγμένη στους ώμους της. Το βλέμμα της, όμως, κεραυνός!

“Εδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορα!” αντήχησε η βροντερή φωνή της στην ταινία “Αχ, αυτή η γυναίκα μου”… και λίγο μετά, “Μπουρλότο!”… φώναξε και έκλεψε την παράσταση.

Αλλά δεν ήταν αυτή, η Σαπφώ Νοταρά. “Στης μοναξιάς το άβατο θηρίο, βαρκάρης την περίμενε σε έρημο γιαλό…” λένε οι στίχοι του Ηλία Κατσούλη πάνω στη μουσική του Νότη Μαυρουδή, στο τραγούδι που έγραψαν για τη Σαπφώ.

Τη συνάντησα λίγους μήνες πριν να φύγει για το μεγάλο ταξίδι, στο μπαρ της ΕΡΤ. Χειμώνας. Φόραγε μια φθαρμένη γούνα, καπελάκι και κασκόλ και περίμενε στην ουρά για το τσαγάκι της. Κανένας δεν της έκανε χώρο να περάσει. Την πλησίασα, της χαμογέλασα (ήταν πάντα η αγαπημένη μου) και της είπα ότι το τσάι της ήταν κερασμένο και δεν υπάρχει ανάγκη να περιμένει άλλο για το ταμείο. Μου χάρισε ένα διαπεραστικό αλλά θλιμμένο βλέμμα κι ένα εξ ίσου θλιμμένο χαμόγελο… Δεν θυμάμαι αν είχε έρθει για την εκπομπή που ηχογραφούσε τότε με τον Σταύρο Ξενίδη, “Ο Καλά-Καλά και η Αλλά-Αλλά”, ή για κάτι άλλο, ραδιοφωνικό πάντα, γιατί η τηλεόραση την περιφρονούσε. Δεν ήταν, βλέπετε, κάνα ξέκωλο… Καθίσαμε μαζί σε ένα τραπεζάκι και με κοίταζε χωρίς να μιλάει…

Γεννήθηκε το 1907 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Παράτησε το πανεπιστήμιο, φοιτήτρια της Βιομηχανικής, για χάρη του θεάτρου. Σπούδασε στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου, ηθοποιία, ρυθμική και μπαλέτο. Σαπφώ Χανδάνου ήταν το πραγματικό της όνομα, το “Νοταρά” το δανείστηκε από τον δρόμο στον οποίο βρισκόταν η Δραματική Σχολή. Άρχισε την καριέρα της συμμετέχοντας στους μεγαλύτερους θιάσους της εποχής: Νέζερ, Κατερίνας, Λαμπέτη-Χορν, Εθνικό… Αλλά και οι κινηματογραφικές εμφανίσεις της είχαν μεγάλη επιτυχία («Η λύκαινα» το 1951, «Κυριακάτικο Ξύπνημα» το 1954) και άφησαν εποχή, ιδιαίτερα αυτές της δεκαετίας του ’60: «Συνοικία το όνειρο» (1961), «Η χαρτοπαίχτρα» (1964), «Δημήτρη μου, Δημήτρη μου» (1967), «Αχ! αυτή η γυναίκα μου» (1967)…

Από τις σημαντικότερες στιγμές της καριέρας της ήταν η συμμετοχή της στη «Φιλουμένα Μαρτουράνο», με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη, αλλά και η θρυλική «Πορνογραφία» του Μάνου Χατζιδάκι, που ήταν το κύκνειο άσμα της. Τα σπουδαία υποκριτικά προσόντα της, σίγουρα δεν εξαντλούνταν σε αυτή τη βραχνή και ιδιαίτερα χαρακτηριστική φωνή. Η ίδια, θύμωνε όταν οι σκηνοθέτες της ζητούσαν να… φωνάζει – και αυτό συνέβαινε σχεδόν πάντοτε στον κινηματογράφο, στους ρόλους της υπηρέτριας ή της σπιτονοικοκυράς. Αλλά με τη φωνή αυτή καθιερώθηκε και έμεινε αξέχαστη από τις κινηματογραφικές ατάκες, αλλά και ως θρυλική Κλημεντίνη στο ραδιοφωνικό “Ημερολόγιο ενός θυρωρού” και ως κυρία Κυριακή στην παραγωγή του Κ. Π. Παναγιωτόπουλου.

Στη θεατρική «Πορνογραφία» του Μάνου Χατζιδάκι Πηγή: http://www.lifo.gr

Ιδιαίτερα μοναχικός άνθρωπος, κρατήθηκε μακριά από τη δημοσιότητα, σχεδόν αόρατη και κανείς δεν πάτησε το άβατο της μοναξιάς της. Καθόταν πάντα μόνη της στο τραπεζάκι κάποιου καφενείου, παρέα με τα κόκκινα τσιγάρα της. Φανατική των SANTE. Οι άνθρωποι του θεάματος δεν κατόρθωσαν να την προσεγγίσουν, να εκτιμήσουν το τεράστιο ταλέντο της κι εκείνη, έχτισε τείχος. Ο μόνος που συνέλαβε το βάθος της καλλιτεχνικής φύσης της, ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος της έδωσε το ρόλο της κορυφαίας του χορού, αλλά και όλα τα χορικά των “Τρωάδων” και αργότερα, ο Μάνος, στην “Πορνογραφία”.

Η Σαπφώ, στα νιάτα της, ήταν πολύ όμορφη και είχε καλογραμμένο κορμί. Όμως, με το πέρασμα των χρόνων, από τη φτώχεια και την κακοπέραση, αρρώστησε και κύρτωσε. Υπέφερε από σοβαρή αρθρίτιδα και σάκχαρο. Τα έσοδά της ήταν πενιχρά και η διατροφή της, ό,τι χειρότερο για την υγεία της. Ξεγελούσε πολύ συχνά την πείνα της με φτηνά γλυκάκια… Ελάχιστοι άνθρωποι νοιάστηκαν πραγματικά για τη Σαπφώ… αλλά κι αυτοί, λίγο-λίγο, την ξέχασαν, απωθημένοι από την απέραντη μοναξιά που έβγαινε από τα βάθη της ψυχής της. Ο μόνος που την φρόντιζε ως το τέλος, ήταν ένας επιχειρηματίας, που πλήρωνε το ενοίκιο στο διαμέρισμα που έμενε, στον αριθμό 22 της Πλατείας Κουμουνδούρου. Θαυμαστής της φανατικός, που όμως διατήρησε την ανωνυμία του.

Εκεί, σ’ αυτό το διαμέρισμα πέθανε η Σαπφώ. Εντελώς μόνη και αβοήθητη, τη βρήκαν δύο ημέρες αργότερα όταν οι άνθρωποι ενός εστιατορίου που συνήθιζε να πηγαίνει, ανησύχησαν με την απουσία της. Η αστυνομία διέρρηξε την πόρτα και την βρήκαν πεθαμένη, καθισμένη στην ψάθινη καρέκλα της, με την τηλεόραση ανοιχτή να παίζει. Ήταν 13 Ιουνίου του 1985.

Έτσι θλιβερά έφυγε μόνη, όπως μόνη έζησε, η μεγάλη αυτή καλλιτέχνις που σκόρπισε απλόχερα το γέλιο.

Σ’ αγαπώ, Σαπφώ.