τὰ…εὕρετρα
της Έφης Καραμιχάλη
1967. Ο πατέρας μου έλεγε ότι ήταν από τους πιο βαρείς χειμώνες. Το χιόνι σκέπαζε τα τρία σκαλιά της εξώπορτας κι’ έφτανε στην πόρτα. Ο αέρας πάγωνε τα πάντα στην αυλή. Τα ξύλα του χειμώνα τα έπαιρνε κάθε χρόνο με δυσκολία. Ήταν πάντα το βάσανο του. Ήταν πολύ δύσκολο να τ’ αγοράσει μαζεμένα για όλο το χειμώνα επειδή το λιμάνι δεν είχε δουλειά αλλά και όλα τα νοικοκυριά πέρναγαν ζόρικα. Το έλεγε η μάνα μου ότι έτυχε φορά να βγάλει από το μπαούλο με τις ναφθαλίνες κάποια όμορφα κεντητά από την προίκα της, να τα πάει ο πατέρας μου να τα πουλήσει μέσα στο χειμώνα για να βάλουν φαΐ στο τραπέζι.
Ήταν μια μέρα, στα μέσα εκείνου του Δεκέμβρη, που σηκώθηκε η μάνα μου το πρωί, άναψε την ξυλόσομπα και έβαλε επάνω τον τραχανά να βράζει. Το σπίτι μοσχομύριζε ζυμωτό ψωμί. Ζύμωνε ο πατέρας μου 4-5 καρβελάκια τα πήγαινε στο φούρνο της γειτονιάς με την πινακωτή και έτσι είχαμε ψωμί για μέρες.

Η μάνα μου είχε μια φίλη την Άννα που ζούσε μαζί με τον αδελφό της- που τα είχε λίγο χαμένα- στην άλλη άκρη της πόλης. Την νοιαζόταν η μάνα μου. Πάντα όταν έκανε γλυκό ντοματάκι ή πίτα όπως καλή ώρα εκείνη την ήμερα ζυμωτό ψωμί,, θα της πήγαινε ή θα της έστελνε με τον αδελφό μου.
Έτσι και εκείνη την ήμερα. Τον έντυσε τον 11χρονο τότε Νικολάκη με ότι πλεκτό του είχε φτιάξει, σκουφί, γαντάκια, του έβαλε και ένα καρβέλι ζυμωτό ψωμί σε μια τσάντα και τον έστειλε στην Άννα. Τον ήξερε τον δρόμο ο μικρός. Τον είχε κάνει πολλές φορές. Εκείνος μες την τρελή χαρά έφυγε τρέχοντας. Άνθρωπος δεν κυκλοφορούσε. Τότε τα αυτοκίνητα ήσαν λιγοστά. Στα μισά της διαδρομής κόπου στο κέντρο της πόλης βλέπει κάτω στο δρόμο κάτι σαν μαντίλι πεταμένο. Το παίρνει στα χεράκια του προσπαθώντας να δει τι είναι. Ήταν ένα λευκό μαντίλι που είχε κάτι τυλιγμένο και πιασμένο στην άκρη με μια παραμάνα. Κάθισε σ’ ένα πεζούλι,άνοιξε την παραμάνα άρχισε να ξετυλίγει το μαντήλι. Τότε βρέθηκε μπροστά σε μια χούφτα χαρτονομίσματα. Ήταν 800 δραχμές! Δεν είχε ξαναδεί τόσα πολλά στη ζωή του! Αυτός μισή δραχμή του έδινε η μάνα μας να πάρει κουλούρι μια φορά στα τόσα! 800 δραχμές! Εκείνα τα χρόνια ήταν μια περιουσία!
Ξανατύλιξε τα λεφτά στο μαντίλι όταν είδε στο απέναντι πεζοδρόμιο έναν αστυνομικό! Άρχισε να του φωνάζει. Ήρθε ο αστυνομικός αλαφιασμένος νομίζοντας ότι κάτι έπαθε το παιδί ! »Αυτό το βρήκα εδώ »του λέει. Πήρε ο αστυνομικός το μαντίλι και μέτρησε τα χρήματα. Τα έβαλε στη τσέπη του και ζήτησε το όνομα και τη διεύθυνση του. Αμέσως μετά του είπε »άντε πήγαινε τώρα».
Αφού άφησε το καρβέλι στην Άννα γύρισε σπίτι και τα είπε χαρτί και καλαμάρι στον πατέρα μας. Εκείνος πήρε το δρόμο για την αστυνομία να μάθει αν τα λεφτά έφτασαν εκεί, ή χάθηκαν στην…τσέπη του αστυνομικού! Πράγματι ο άνθρωπος τα είχε παραδώσει όλα στο Διοικητή του, ο οποίος είπε στον πατέρα μου ότι αν δεν βρεθεί ο ιδιοκτήτης των χρημάτων σε ένα χρόνο, θα έπαιρνε ένα ποσό σαν εύρετρα Για μέρες οι γονείς μου καμάρωναν για την πράξη του γιου τους.Το έλεγαν σε όλη την γειτονιά! Το μάθανε και στο σχολείο. Ο Διευθυντής τους κάλεσέ να τους δώσει συγχαρητήρια! Μετά το ξέχασαν όλοι.
Το επόμενο φθινόπωρο έφθασε ένα χαρτί από την αστυνομία που τους έλεγε να παρουσιασθούν στο Αστ.Τμημα. Τους κόπηκαν τα πόδια! Χούντα ήταν. Και η μάνα μου με το αριστερό παρελθόν της και με το μισό σόι στο Ανατολικό μπλοκ δεν ήξερε τι να σκεφτεί! Και όμως ήταν τα εύρετρα που δικαιούμασταν μιας και δεν ζήτησε ποτέ κανείς τα χρήματα που βρήκε ο αδελφός μου. Με αυτά τα λεφτά αγόρασε ο πατέρας μου όλα τα ξύλα για το χειμώνα που ερχόταν για να μην τα έχει έγνοια, και έναν τενεκέ λάδι!
Είχαμε τουλάχιστον σίγουρη τη ζέστη, για κείνο τον χειμώνα!