Φρέσκα

Μια μέρα…μια κίτρινη πεταλούδα

του Γιάννη Παπασταθόπουλου

Στο ταξίδι χθες προτίμησα τη μηχανή για να είμαι τελείως μόνος. Ούτε μουσική, ούτε τηλέφωνο, τίποτα που θα μπορούσε να με αποσπάσει από την οδήγηση και τις σκέψεις μου. Γιατί όταν είσαι στη μηχανή, μόνο τις σκέψεις σου έχεις για παρέα και τη σκιά σου. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

Έφυγα με τη καρδιά βαριά. Έχοντας συνηθίσει τις αλυσίδες της ζωής εδώ στη πόλη, δεν μου ήταν εύκολο ν’ αποχωριστώ τη ρουτίνα της. Τετάρτη πρωί και στην εθνική συνταξιδεύαμε άνθρωποι ήδη κουρασμένοι. Επαγγελματίες σε ΚΤΕΛ, φορτηγά και ταξί απ’ το χωριό, μια πομπή συνοδεία σε κηδεία καθώς και διάφοροι ταξιδιώτες παράξενοι και μοναχικοί σε μια χωρίς νόημα προσπάθεια να γεμίσουν τη μπροστινή θέση σε άδεια αυτοκίνητα, με κάτι περισσότερο απ’ το κορμί τους.

Κάποιος τύπος κάπου στα Μέγαρα με σημάδεψε μ’ ένα πιστόλι ραντάρ, αν ήθελα να είμαι ευγενικός θα έπρεπε να κουνήσω το χέρι για τη φωτογραφία, ας είναι. Δεν μου αρέσει να με βγάζουν οπότε πατσίσαμε κάπως έτσι, γι’ αυτή τη φορά μόνο και μέχρι την επόμενη που ένα κράνος θα συναντήσει μια στολή εργασίας. Κρυβόμαστε κάτω απ’ τα ρούχα μας υποδυόμενοι ρόλους σχεδόν αντανακλαστικά. Είμαστε εδώ επειδή την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι βρίσκονται απέναντι. Γκάζι ξανά

Στη πορεία συνάντησα πολλές πεταλούδες. Εντύπωση μου έκανε μια κίτρινη που το χρώμα της ήταν πολύ έντονο μαγνητίζοντας από μακριά το βλέμμα μου. Τελευταία στιγμή έσκυψα για να σιγουρέψω πως δεν θα τη λιώσω. Αργότερα κι αφού είχα ήδη απομακρυνθεί το ξανασκέφτηκα. Ίσως το σημάδι της πάνω μου να μας έδενε περισσότερο, εξάλλου μια βδομάδα ζωής είχε απ’ τη στιγμή που βγήκε στο φως, μπορεί να ήταν και η τελευταία της μέρα όταν με συνάντησε, δεν έπρεπε να την αποφύγω. Άθελά μου ίσως αντέστρεψα το πεπρωμένο της.

Εκτός απ’ τις πεταλούδες διασταυρώθηκε ο δρόμος μου με 4 διαφορετικά τσοπανόσκυλα. Ανταλλάξαμε ματιές με εμφανή την αμηχανία του καθενός μας για τις προθέσεις του άλλου. “Δεν σε πειράζω και σ΄ αφήνω διακριτικά να περάσεις” δεν είπαμε. Κάθε συμφωνία τηρήθηκε κι απ’ τις δύο πλευρές. Άγραφοι νόμοι, προαιώνιοι και δεσμευτικοί. 

Υπήρχαν και τα εικονοστάσια μαζί με κάποια ξωκλήσια για να δίνουν κάποιο τόνο στη διαδρομή. Κάποια από αυτά έσπαγαν ευχάριστα το συνεχές πράσινο χρώμα απ’ τα έλατα, κάποια άλλα ήταν μελαγχολικές σημαδούρες, θλιβερή υπενθύμιση σημείων που έπρεπε να δώσω έμφαση στον δρόμο και να μετριάσω το οδηγικό μου ταμπεραμέντο. Σύννεφα μ’ ακολουθούσαν πιστά παντού.

Στην επιστροφή ξαναγεννήθηκα. Με ανοιγμένους επί ώρες τους ουρανούς, μέσα στα βουνά και με μόνο φως τις συνεχείς αστραπές που φώτιζαν όλο τον ουρανό υπενθυμίζοντάς μου αυτό που ήθελα να ξεχάσω. Την έλλειψη προοπτικής κατά την επιστροφή μου καθώς χρόνος, δρόμος και φύση ήταν εναντίον μου χωρίς να μου επιτρέπουν ν’ ανοίξω ένα, μικρό έστω, παράθυρο αισιοδοξίας. Μόνη διέξοδος η φυγή προς τα εμπρός, να κλειστώ κι άλλο στον εαυτό μου χωρίς να επιτρέπω τίποτα να με αποσπά, να έχω να διαπραγματευτώ μόνο το μπροστά, την άσφαλτο που με δυσκολία φαινόταν, να μην αφήνω τον ουρανό να με καταβάλει μέχρι να καταφέρω να φτάσω στο τέλος μέσα απ’ το απόλυτο σκοτάδι.

Έτσι κι εγώ έκλεισα, έκλεισα, έκλεισα, όσο νερό κι αν κυλούσε πάνω μου δεν έδινα σημασία γιατί έγινα ένα κουκούλι ο ίδιος πάνω στη μηχανή στο κέντρο ενός κατακλυσμού και με μόνη παρέα κόσμο με μάτια καρφωμένα στο παρμπρίζ, κόσμο να υπνωτίζεται από υαλοκαθαριστήρες μέσα σε άδεια αυτοκίνητα και φορτηγά στη μεσαία και τη δεξιά λωρίδα.

Ώρα μετά στο κρεβάτι ξαπλωμένος ανάσκελα, νομίζω πως είδα να βγαίνει απ’ το στήθος μου μια κίτρινη πεταλούδα. Ίσως να ήταν και όνειρο. Ίσως κι όχι.