μήτε Μπουλγκαρ μήτε Σ’ρρπ μήτε Γκ’ρρτς

Χρίστος Σαπρίκης
– Θα έρθουν τα παιδιά αύριο το βράδυ.
– Θα μείνετε στο σπίτι;
– Μάλλον. Γιατί;
– Να ετοιμάσουμε κάτι για φαγητό.
– Εγώ έχω να τελειώσω κάτι εργασίες. Δε θα σας ενοχλώ.
~~~
«[…] Έκαμα ένα γλωσσάριο που το πλουτίζω, το συμπληρώνω μέρα με τη μέρα. Μιλάνε μια γλώσσα πούναι παρακλάδι σλαβικό, με πολλά τούρκικα και ελληνικά στοιχεία. Η αντρίκεια της φτογγολογία μου δίνει ένα τονωτικό συναίστημα Τα φωνήεντα είναι σπάνια. Η μαλακιά θηλυκάδα τους πνίγεται σ΄ ένα κατακρύλισμα από φωνές αδρές και σκληρές. Σαν μιλάν ακούς να δρομίζουν τον κατήφορο βότσαλα και χαλίκια στρογγυλεμένα στ΄ ορμητικό ρέμα του Δραγόρα. Μερικές λέξεις έχουν την παρθένα παραστατικότητα των πρωτογέννητων γλωσσών, που δεν ήταν παρά ηχητική μίμηση των κρότων και των θορύβων της ζωντανής ζωής. Για να πούνε πως το πουλί «πέταξε» λένε «π΄ρρλιτς». Σε καμιά γλώσσα δεν άκουσα τόσο ηχητικά το πέταγμα του πουλιού […]» [1]
~~~
Καθισμένος στο γραφείο, χαμένος σε καλώδια, λεντάκια και κώδικες παρακολουθώ τη συζήτηση που κυλάει στους καναπέδες. Εμπειρίες από το αγροτικό και τα νοσοκομεία, πώς θα διακοσμήσουν τα σπίτια τους, μνήμες από τα παιδικά τους χρόνια:
– Ο μπαμπάς είναι από ένα χωριό στο Βίτσι. Όταν πηγαίναμε μικροί τα καλοκαίρια μου μιλούσε μια γιαγιά, πρέπει να ήταν κοντά στα 90, και δεν την καταλάβαινα. Δεν ήξερε καθόλου ελληνικά. Μίλαγε τα ντόπια. Όπως και άλλοι ηλικιωμένοι.
– Σλαβομακεδόνικα;
– Εμείς ντόπια τα λέγαμε. Ο παππούς μας δεν ήθελε να τα μάθουμε με τίποτα. Μόνον τα ελληνικά. Για να μην ξεχωρίζουμε.
~~~
«[…] Τούτοι εδώ μιλάνε μια γλώσσα πού την καταλαβαίνουν κ’ οι Σέρβοι κ’ οι Βούλγαροι. Τους πρώτους τους μισούνε, γιατί τους πιλατεύουν καί τους μεταχειρίζουνται για Βουλγάρους. Και τους Βουλγάρους τους μισούνε, γιατί πήραν τα παιδιά τους στον πόλεμο. Εμάς τους Ρωμιούς μας δέχουνται με κάποια συμπαθητική περιέργεια, μόνο και μόνο γιατί είμαστε οι γνήσιοι, πνευματικοί υποταχτικοί του Πατρίκ, δηλαδή του Οικουμενικού Πατριάρχη […]» [1]
~~~
– Όταν πήγαμε στις Πρέσπες, ήταν ο Ωρίωνας μικρός, σ’ ένα πανηγύρι είχα ενθουσιαστεί με τα χάλκινα. Λες και ήμουν σε ταινία. Είχα δει και πρόσφατα το Underground του Κουστουρίτσα με τις μουσικές του Μπρέγκοβιτς και καταλαβαίνεις.
– Κι εμένα μου άρεσαν πολύ. Τα θυμάμαι και αυτά στο χωριό. Αλλά δεν λέγανε τα λόγια. Μόνο μουσική.
~~~
«[…] Μολαταύτα ή γοητεία απ’ το ελληνικό Βυζάντιο βαστάει. Ύστερα είναι και οι τάφοι των προεστών και των παπάδων τους πούναι σκαλισμένοι με τα ιερά και μυστηριώδικα ελληνικά γράμματα. Τα ίδια γράμματα είναι γραμμένα στα παλιά σκεβρωμένα κονίσματά τους, γύρω από τ’ ασκητικά κεφάλια των αγίων του Βυζαντίου και μέσα στα κιτρινισμένα Βαγγέλια. Αυτά όλα μας κάμουν προνομιούχους αντίκρυ στα μάτια τους.
Μολαταύτα δε θέλουν νάναι μήτε Μπουλγκαρ(Βούλγαροι) μήτε Σ’ρρπ (Σέρβοι) μήτε Γκ’ρρτς (Γραικοί). Μοναχά Μακεντόν ορτοντόξ. […]» [2]
~~~
Τα χρόνια πέρασαν απ’ την εποχή του Μυριβήλη, σύνορα χαράχτηκαν, οικογένειες χωρίστηκαν, αίμα χύθηκε, άλλοι «έγιναν» – ας είναι καλά οι δάσκαλοι και οι χωροφύλακες στην κάθε μεριά των συνόρων- Μπουλγκαρ, άλλοι Σ’ρρπ, άλλοι Γκ’ρρτς, αλλά κάποιοι επιμένουν ότι είναι μονάχα «Μακεντόν ορτοντόξ». Και πολύ καλά κάνουν.
[1] Στρατής Μυριβήλης, Η Ζωή εν τάφω, εκδ. Εστία, 1995
[2] Στρατής Μυριβήλης, Η Ζωή εν τάφω, εκδ. Εστία, 1924