ΛΙΛΙΑΝΑ
του Γιώργου Ρούβαλη
Ήμουν εικοσιτριών χρονών. Το μισοήξερα ότι ήταν η πιο ωραία εποχή της ζωής, αλλά υπήρχαν και ορισμένοι περιορισμοί που δεν μ’ άφηναν να την πολυαπολαύσω. Πριν απ’ όλα η Δικτατορία, το εκνευριστικό αυτό γεγονός που είχε πέσει σαν πέλεκυς στη ζωή μου και στη χώρα όταν ήμουν δεκαοχτώ. Μετά, η αφραγκία, αν και ποτέ τίποτα δεν μου ‘λειψε, ο καημένος ο πατέρας μου έκανε ότι μπορούσε να μη στενοχωρηθώ. Άλλο όμως να δουλεύεις και να έχεις δικά σου χρήματα. Ύστερα, ο στρατός που μου ‘χε μαυρίσει τη ζωή για δυο ολόκληρα χρόνια και είχε συντελέσει να χάσω μέσα απ’ τα χέρια μου την πρώτη –και τόσο ποθητή- γκόμενα της ζωής μου.
Αλλά υπήρχαν και τα θετικά: τελείωνα τη Νομική, είχα κάνει αρκετά ταξίδια μέχρι τότε, μαζί με μια καλή παρέα στην Αθήνα ανακάλυπτα μια νέα γλώσσα, τα ισπανικά κι έναν ολόκληρο συναρπαστικό κόσμο και, τέλος, με το πέρας εκείνης της χρονιάς, ήμουνα σχεδόν σίγουρος ότι θα μπορούσα να φύγω για μεταπτυχιακά στο Παρίσι. Είχα καταφέρει να πείσω τον πατέρα μου να μου στέλνει χρήματα για δυο χρόνια, όσο θα κρατούσε το διδακτορικό.
Το πανεπιστήμιο αυτό είναι καταπληκτικό μέρος. Εχει δικό του καταπράσινο campus στην άκρη της πόλης, που ήταν, με τη σειρά της, τόπος παραθερισμού των βασιλιάδων. Δυστυχώς δε βρήκα δωμάτιο στα υπέροχα σπιτάκια σαν βίλλες του campus, αλλά σε μια πολυκατοικία σε κάτι λόφους απέναντι, με μια μαυροφορεμένη γριά που είχε κάνει όλη της τη ζωή υπηρέτρια στη Γαλλία και είχε ένα σαραντάρη γιο, διανοητικά καθυστερημένο. Κάθε πρωί μου σέρβιρε ένα αχνιστό καφέ με γάλα και κατηφόριζα τρέχοντας το λόφο, να βρίσκομαι στις εννιά στο πρώτο μάθημα.
Όλες οι φυλές του Ισραήλ ήταν παρούσες εκεί. Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι… Το φαγητό στο εστιατόριο ήταν καταπληκτικό, πολύ νόστιμο, οι δάσκαλοι, αντίθετα με αυτά που περίμενα, δεν ήταν όλοι φασίστες και, γενικώς, υπήρχε ένα κλίμα ευθυμίας και –για όσους το επιθυμούσαν- μελέτης και εμβάθυνσης. Το προηγούμενο ταξίδι μου στη χώρα αυτή, τέσσερα χρόνια νωρίτερα, και διάφορα διαβάσματα με είχαν κάνει ξεφτέρι στα ισπανικά. Στα βιβλιοπωλεία, λοιπόν, της πόλης, αγόραζα ένα σωρό μυθιστορήματα και τα καταβρόχθισα όλους τους καλοκαιρινούς μήνες. Πρώτο και καλύτερο το Eκατό Χρόνια Μοναξιάς. Είχα μπει σ’ αυτό το δαίδαλο της ζούγκλας και τριγύριζα μαζί με το συγγραφέα, ολόχαρος που ανακάλυπτα μια χώρα, ένα στυλ και μια ολόκληρη ήπειρο μαζί με τη γλώσσα.
Φυσικά ένα από τα κύρια θέματα του καλοκαιριού, των μαθημάτων, του πανεπιστημίου, των πάντων, ήταν οι γυναίκες που υπήρχαν εκεί. Και υπήρχαν ένα σωρό και για όλα τα γούστα. Στην αρχή έκανα παρέα με δυο ντελικάτα κοριτσάκια, Ιταλίδες του βορρά, εκ των οποίων η μια είχε ένα μακροσκελές αριστοκρατικό επώνυμο. Πρέπει να ‘ταν γύρω στα δεκαεφτά-δεκαοχτώ. Αλλά, ήταν κι οι δυο τους τόσο μπερδεμένες και κομπλεξικές που κατάλαβα ότι εκεί δεν είχε μέλλον. Στις μεγάλες παρέες υπήρχε, επίσης, μια σγουρομάλλα, μικροσκοπική Αμερικάνα, που είχε κολλήσει μ’ ένα ξανθό παίδαρο, Σουηδό. Αυτή δεν έχανε ευκαιρία να μας δηλώσει ότι είναι Εβραία. Ήταν και διανοούμενη, με στρογγυλά γυαλάκια, μιλούσε και γαλλικά, με πατέρα εφοπλιστή, σύμφωνα με τα λεγόμενά της. Την πρώτη φορά που άκουσα αυτή την δήλωση προθέσεων, τσαντίστηκα και της λέω: «αν εσύ είσαι Εβραία, εγώ τότε είμαι Άραβας». Ήμουν πολύ επαναστάτης τότε, και φυσικά χίλια τα εκατό υπέρ των Παλαιστινίων. Από κει και πέρα, όποτε μ’ έβλεπε, μ’ αποκαλούσε στα γαλλικά «mon Arabe». Αλλά αφού ήταν με τον Σουηδό, τι να της κάνεις; Υπήρχε έπειτα μια τρομερή Αμερικάνα μουλάτα με υπέροχο σοκολατί χρώμα, από τη Νέα Ορλεάνη, πολύ καλής οικογενείας, η οποία ζούσε στην Ιταλία, είχε έναν Ιταλό γκόμενο, γλύπτη και ήθελε να σπουδάσει όπερα. Αυτή τρωγόταν και πολύ μάλιστα και είχαμε συμπαθηθεί αμοιβαίως, αλλά μου μιλούσε τόσο πολύ για τον «Φράνκο της» που μου έκοβε κάθε διάθεση. Υπήρχε ακόμα μια μικροκαμωμένη Σουηδέζα, με γαλανά μάτια, μικρούλα σαν κουκλίτσα. Δεν ήταν άσχημη και είχε πολύ άνετους τρόπους, αλλά ήταν τόσο μικροσκοπική που δεν μπορούσες να την πάρεις στα σοβαρά σαν γυναίκα…
Στις διάφορες εκδρομές, περιπάτους και βραδινές εξόδους που οργανώναμε σχηματίστηκαν διάφορες παρέες, που όπως όλες οι παρέες είχαν ορισμένα ενδιαφέροντα μέλη κι άλλα αδιάφορα. Υπήρχε, πχ, ένας σνόμπ Γάλλος με μπλέιζερ (μπλέιζερ το καλοκαίρι, στο θεό σας!) και μια Μερσεντές, φοιτητής πολιτικών επιστημών, που όλοι τον δούλευαν για το ανώτερο ύφος του (που σε μας δεν έπιανε). Αντιθέτως, μια άλλη νόστιμη Γαλλίδα, η Rosine, κι αυτή μ’ ένα φουλάρι στο λαιμό, κι αυτή αριστοκράτισσα, ήταν πιο καταδεκτική. Ένα βράδυ ας πούμε, βρέθηκα στο οικόπεδο πάνω στο λόφο που δέσποζε κάτω το campus μας, με μια παρέα με κιθάρες που ρομαντζάριζε. Έπιασα κουβέντα με μια λίγο μεγαλούτσικη Σκωτσέζα κι όταν τη ρώτησα γιατί μάθαινε ισπανικά πήρα την πιο ανήκουστη, για μένα, απάντηση: «το χειμώνα, μου λέει, μ’ αρέσει να πηγαίνω για σκι. Έχει εδώ στην Ισπανία ορισμένα χιονοδρομικά κέντρα και θα θελα να ξέρω τη γλώσσα όταν έρχομαι». Αυτό μου φάνηκε εξωφρενικό για τον τρόπο σκέψης και ζωής μας εδώ στην Ελλάδα, όπου μόνο υψηλούς διανοητικούς στόχους είχαμε θέσει σε σχέση με τις γλώσσες. Η έκπληξή μου δεν μ’ εμπόδισε να δοκιμάσω κάτι φιλιά με τη Σκωτσέζα, αλλά αρνήθηκε να προχωρήσει παραπάνω γιατί δεν με ήξερε καλά… Τάχαμε ακούσει αυτά καν και καν. Έκανα μια τελευταία προσπάθεια: «μας μένουν δέκα μέρες μέχρι να τελειώσει ο μήνας, της λέω, νομίζεις ότι σ’ αυτό το χρόνο θα προλάβεις να με γνωρίσεις καλύτερα;». «Μπα, μάλλον όχι». Ε! τι να σε κάνω, σκέφτηκα…
Υπήρξε, όμως, και μια γυναίκα, μια Βελγίδα, ψηλή, ξανθιά, σε στυλ αλόγας, η οποία αυτή ενδιαφέρθηκε για μένα. Όταν σε μια κουβέντα στο μπαρ με πρόσβαλε λέγοντας ότι όλοι εσείς οι Έλληνες είσαστε όλοι φασίστες και της απάντησα ότι έκανε μεγάλο λάθος, κίνησα το –πολιτικό- ενδιαφέρον της. Βγήκαμε, λοιπόν, ένα βράδυ μαζί, όπου έγινε η δέουσα πολιτικο-κοινωνική ανάλυση της Ελλάδας και του καθεστώτος των Συνταγματαρχών. Η κοπέλα είχε ζωηρό ενδιαφέρον για οτιδήποτε του Τρίτου Κόσμου και αργότερα πήγε να ζήσει μ’ έναν τύπο στο Σάντο Ντομίνγκο. Δυστυχώς είχε πάρει μαζί της και μια άχρωμη, άοσμη και άγευστη Ελβετίδα, την οποία δεν ήξερα με πιο τρόπο να ξεφορτωθώ για να προχωρήσω σε ανώτερες μορφές πάλης με την πολιτικοποιημένη Βελγίδα. Έτσι, βλακωδώς, έχασα μια από τις ιδανικότερες ευκαιρίες εκείνου του μήνα.
Στο μπαρ, στο εστιατόριο, στον κήπο, όταν διάβαζα μόνος μου, συχνά με παρακολουθούσαν δυο έντονα μαύρα μάτια. Ανήκαν σε μια Ιταλίδα, τη Λιλιάνα, που ήταν μέλος μιας ευρύτερης παρέας Ιταλών, της οποίας αντικείμενο χλεύης ήταν ο Γάλλος με τη Μερσεντές. Και μ’ αυτήν ατέρμονες συζητήσεις, παρ’ όλο που είχε έναν επίσημο γκόμενο, τον Λίντο. Ήταν όλοι τους από την Φλωρεντία και τη Πίζα κι η Λιλιάνα σπούδαζε λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, ετοιμάζοντας μια διατριβή για τον Κορτάσαρ. Αδελφή ψυχή, δηλαδή…αν έλειπε ο Λίντο. Τότε, όμως, γιατί με κοίταζε τόσο έντονα; Τι να κάνω; Στην παρέα ήταν κι ένας μουσάτος, πλακατζής Γάλλος ο Marcel, γιος ισπανού μετανάστη, κι αυτός αριστερός, όπως όλοι οι Ιταλοί. Όταν τον συμβουλεύτηκα, μου απάντησε το προφανές, ότι η κοπέλα είχε τον γκόμενό της. Ναι, αλλά γιατί με κοιτάει; Στην πατρίδα μου λένε ότι από τα μάτια πιάνεται…
Όπως ο μήνας πλησίαζε προς το τέλος, άρχισα να σχεδιάζω το επόμενο τμήμα του ταξιδιού. Είχα διαβάσει ένα φυλλάδιο που περιέγραφε πολύ όμορφα τη Γαλικία με τους κόλπους, τα ποτάμια και το πολύ πράσινο και ήθελα να την δω από κοντά. Έβαλα κατά μέρος τις ντροπές κι ένα βράδυ, στο σαλόνι της εστίας, πρότεινα στη Λιλιάνα να έρθει μαζί μου. Εκεί κατάλαβα ότι Ιταλίδα δεν σημαίνει ελεύθερη γυναίκα, έπρεπε να γυρίσει με τους άλλους, να το πει στη μαμά της, πώς θα άφηνε το Λίντο, κι άλλες αηδίες, που δυσκολεύουν τη ζωή των νέων, όταν όλοι νομίζουνε ότι είναι οι πιο ευτυχισμένοι. «Θα πάρεις τηλέφωνο και θα πεις ότι θα έρθεις μια βδομάδα αργότερα». «Δεν γίνεται, δεν γίνεται! Αν θες να με ξαναδείς έλα στη Φλωρεντία». Τότε, πήρα την απόφαση να το κάνω, γιατί βρισκόμουν σε μια περίοδο δεκτική για τρέλες. Πχ. να πάω να μείνω όλη μου τη ζωή στη Λατινική Αμερική, μαζί με τη Λιλιάνα. Εγώ ήθελα να γνωρίσω τον κόσμο, τι μ’ ενδιέφερε η Ελλάδα, η μάνα μου, ή ο Λίντο… Και νάχε γίνει τίποτα…ούτε ένα φιλί δεν της είχα δώσει. Τα πάντα συνέβαιναν με τα μάτια και με υπονοούμενα.
Αποχαιρέτισα, λοιπόν, με βαριά καρδιά τους Ιταλούς, το Γάλλο και τη Λιλιάνα και συνέχισα μόνος μου το ταξίδι. Την σκεφτόμουνα συνέχεια. Και να φανταστείς ότι αυτή η κοπέλα είχε κάτι που ποτέ δεν μου άρεσε, μια μεγάλη γαμψή μύτη, αλλά ήταν τόσα άλλα τα όμορφα, τα κατάμαυρα μαλλιά της, το χαμόγελό της, που την παρέλειπα. Είδα υπέροχα μέρη, διάβασα πολλά μυθιστορήματα, ιδίως «Την πόλη και τα σκυλιά» του Βάργκας Γιόσα, που το τελείωσα σε κάποιο κήπο στην Λα Κορούνια και που με συγκλόνισε καθώς και τη «Rayuela» του Κορτάσαρ. Μετά, πήγα στην Πορτογαλία, υπέροχη χώρα, από κει στην Ουέλβα, στο σπίτι του φίλου μου Αντόνιο. Από κει στη Βαρκελώνη, με τραίνο στη Μασσαλία και μερικές μέρες με τους φίλους μου τους Εσκινάζυ (να που έχω κι εγώ Εβραίους φίλους) και, τέλος, άφιξη στη Φλωρεντία, που είχε γίνει το κέντρο για μένα.
Με το που έφτασα κι εγκαταστάθηκα σ’ έναν υπέροχο ξενώνα νεότητας, ένα παλάτσο πάνω σ’ ένα κατάφυτο λόφο, την πήρα τηλέφωνο. Καταχάρηκε που μ’ άκουσε. Μου ‘δωσε αμέσως ραντεβού στο σπίτι της. Ήταν μέσα στην πόλη, σε μια απ’ αυτές τις υπέροχες στρογγυλές ιταλικές πλατείες, ένα μεγαλοπρεπές αστικό κτίριο. Είχε κατέβει κάτω και με περίμενε στο δρόμο. Ήταν άρρωστη, μου ‘χε πει στο τηλέφωνο, με πυρετό. Παρ’ όλα αυτά, είχε φορέσει ένα πανέμορφο γαλάζιο φόρεμα κι είχε μακιγιαριστεί. Έλαμπε ολόκληρη. Αντί να την πιάσω να την φιλήσω, της έδωσα δυο απ’ αυτά τα γελοία φιλιά στα μάγουλα. Είμαι πολύ βλάκας, ώρες-ώρες, ή τουλάχιστον έτσι ήμουνα τότε. Ανεβήκαμε πάνω. Γνώρισα τον πατέρα της, συμπαθέστατο γέρο και καθίσαμε στο οικογενειακό τραπέζι για φαγητό. Είχε μια μικρότερη αδελφή, ενώ ο Λίντο –ευτυχώς- έλειπε σ’ ένα σεμινάριο πληροφορικής στη Ρώμη. Τι το κοινό μπορούσε να έχει μ’ αυτή την κοπέλα κάποιος που σπούδαζε πληροφορική; Μετά το φαγητό, ο πατέρας της μας ανέβασε με το αυτοκίνητό του στο Φιέζολε. Είναι ένας λόφος όλο κυπαρίσσια, μ’ ένα μοναστήρι στην κορυφή και καταπληκτική θέα κάτω. Δεν ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα στη Φλωρεντία, αλλά τώρα αποκτούσε μια νέα ιδιότητα, ήταν η πόλη της Λιλιάνας. Πολύ αγαπημένη πόλη, όμως, για εκείνη, αφού, όταν άρχισα να της μιλάω για κοινά μας ταξίδια, μου είπε ότι δεν θα μπορούσε να την εγκαταλείψει, ούτε την Τοσκάνη της. Τόση εμμονή πλέον; Και το Ναύπλιο είναι πανέμορφη πόλη, αλλά όταν διαπίστωσα ότι μ’ έπνιγε, με μεγάλη χαρά το αντάλλαξα με τον κόσμο όλο. Η ίδια μου ‘χε πει ότι φοβόταν πολύ την πολιτική συγκυρία τότε, όπου η δεξιά ετοίμαζε πραξικόπημα κι είχε κάνει ένα σωρό βομβιστικές ενέργειες. Γιατί λοιπόν δεν τα παράταγε να πάει να ζήσει μαζί μου αλλού;
Κι ο Λίντο, τη ρώτησα. Ο Λίντο είναι ο άντρας μου, μου απάντησε, καπνίζοντας ένα τσιγάρο (να άλλο ένα ελάττωμα!). Σαν να μου ‘λεγε, μην επιμένεις, η ζωή μου είναι φτιαγμένη, αδύνατον να με ταρακουνήσεις από δω. Ναι, αλλά οι ματιές της; Τι διάβολο περίμενε αυτή η γυναίκα από μένα;
Έμεινα τρεις-τέσσερις μέρες στη Φλωρεντία. Αφησα τον ξενώνα και πήγα να μείνω φιλοξενούμενος, στο διαμέρισμα μιας Λατινοαμερικάνας φίλης της. Πήγα στο Ινστιτούτο Λατινικής Αμερικής, γνώρισα τον καθηγητή της, τον Αντόνιο Μέλις, φάγαμε μαζί, όλη η παρέα, τα κορίτσια της Πίζας, και άλλοι. Μιλήσαμε, βέβαια, για λογοτεχνία, για τον Κορτάσαρ και τους ήρωές του στο Παρίσι. Εκεί φάνηκε πόσο αθώα ήταν η αγάπη μου, η Λιλιάνα. Μια σκηνή όπου μια γριά ζητιάνα «κάτι κάνει» στον Ολιβέιρα κάτω από μια γέφυρα (κι ο Κορτάσαρ εξηγεί καθαρά τι του κάνει), δεν είχε γίνει αντιληπτή από την ρομαντική μου φίλη… Ο Μέλις, όλη η παρέα, μαζί κι εγώ, ξεσπάσαμε σε γέλια. Η Λιλιάνα κοκκίνισε….
Η εκπαίδευσή μου, όμως, δεν ήταν μόνο αισθηματική, έστω και λειψή, αλλά και ακαδημαϊκή: ξεσήκωσα το μισό βιβλιοπωλείο του Φετρινέλλι, πήρα βιβλία για τους Τουπαμάρος, ό,τι βρήκα για την Λατινική Αμερική, αλλά και ιταλική λογοτεχνία, τα βιβλία πανάκριβα, τελικά ένα-δυο μου τα χάρισε η Λιλιάνα. Είχα και πολιτική δράση. Γινόταν, εκείνες τις μέρες, η διαδήλωση της άκρας αριστεράς για την υποστήριξη του Αλλιέντε στη Χιλή και παρήλασα κι εγώ σηκώνοντας την γροθιά μαζί με τους μαοϊκούς. Πήγα και στη γιορτή της Unita, στη γειτονιά Santa Croce κι αγόρασα δίσκους του Θεοδωράκη, Τα Τραγούδια του Αγώνα, που με συγκίνησαν. Πέταξα τα εξώφυλλα να μην τα δουν στο τελωνείο στην Πάτρα.
Τελικά το Λίντο δεν τον απόφυγα: γύρισε από το σεμινάριο, βγήκαμε μια βόλτα οι τρεις μας, δεν έκανε κανένα σχόλιο για οτιδήποτε, ήταν προφανές όμως ότι έπρεπε να του δίνω.
Στην απογοήτευσή μου γι’ αυτόν τον ανολοκλήρωτο έρωτα, ήρθε να προστεθεί και μια αρρώστια του πατέρα μου, που έκανε διακοπές στη Γαλλία με τ’ αυτοκίνητό του και επρόκειτο να γυρίσουμε μαζί. Έφτασε στη Φλωρεντία άρρωστος και να μη βρίσκουμε ξενοδοχείο σ’ ολόκληρη την πόλη. Και η Λιλιάνα και η Τίνα, η φίλη της από την Πίζα, μαζί μας να ψάχνουνε. Τελικά βρήκαμε, κοιμήθηκε και την άλλη μέρα έπρεπε να φύγουμε να πάμε στην Αγκόνα για να πάρουμε το πλοίο. Οδήγησα εγώ το Φιατάκι μες στη νύχτα και την βροχή, μέχρι που φτάσαμε και μπορέσαμε να κοιμηθούμε στο καράβι. Στην Αθήνα, η διάγνωση των γιατρών ήταν πνευμονία. Που βρέθηκε τώρα η πνευμονία, ένας Θεός ξέρει… Η αναχώρηση, πάντως, ήταν δεδομένη κι έτσι, στις 19 Οκτωβρίου, πήγα να τον αποχαιρετίσω στην κλινική, όπου ευτυχώς ήταν καλύτερα. 20 Οκτωβρίου του ’72 έφτασα στο Παρίσι, αποφασισμένος να μη γυρίσω ποτέ πίσω στην Ελλάδα.
Την Λιλιάνα την ξαναβρήκα είκοσι χρόνια μετά, όταν ξαναπήγα με την γυναίκα μου στη Φλωρεντία. Την πήρα στο τηλέφωνο, ζούσε στα προάστια, παντρεμένη, μ’ ένα γιο που τον έβγαλε Φραντσέσκο. Ήταν καθηγήτρια ισπανικών στο Γυμνάσιο. Την άλλη μέρα θα έφευγα κι έτσι δεν μπορέσαμε να ειδωθούμε καθόλου. Το φίλο μου το Marcel τον είχα ξαναβρεί στο Παρίσι ή μάλλον στη Ρουέν που έμενε. Αλλά τη Λιλιάνα, που με τα έντονα μαύρα της μάτια παραλίγο να αναποδογυρίσει όλη μου τη ζωή, δεν την ξαναείδα ποτέ.
— * —
Από τη συλλογή «Αναζητώντας τη Σαλώμη», εκδόσεις Στοχαστής, 2010.
