Πατρίτσια Χαϊσμιθ…Η «Μαύρη Ντάμα του Νουάρ»
Αυτό που χαρακτηρίζει τη γραφή της είναι η πλήρης αντιστροφή του αισθήματος της ενοχής, καθώς η ηθική, η ηθοπλασία και η ηθικολογία δεν εντάσσονται καθόλου στην προβληματική της. Όπως έγραψε στο ημερολόγιό της το 1942: «Νομίζω ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε να μπορούν να εκφράζουν ελεύθερα τις ανωμαλίες, διαστροφές, μαύρες σκέψεις που έχουν στο κεφάλι τους. Οι τρελοί είναι οι μόνοι δραστήριοι άνθρωποι και αυτοί θα έπρεπε να φτιάξουν τον κόσμο».
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
…Η Χάισμιθ ξεκινά τη σταδιοδρομία της στη γραφή γράφοντας σενάρια για κόμικ αλλά και μικρά διηγήματα που δημοσιεύονται σε περιοδικά και εφημερίδες (όπως «Η Ηρωίνη», που κυκλοφόρησε το 1945 στο περιοδικό Harper’s Bazaar). Στα 28 της χρόνια είναι πια έτοιμη να γράψει για έναν ψυχοπαθή ήρωα, αρρωστημένο και αποκρουστικό, που παρόλα αυτά καταφέρνει να τον κάνει συμπαθή εξαιτίας ακριβώς της απόλυτης αχρειότητάς του! Το «Ξένοι στο Τρένο» («Strangers On A Train») γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και λατρεύεται ακόμα και από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο οποίος εξασφαλίζει αμέσως τα δικαιώματα και το κάνει ταινία το 1951 (σε σενάριο του Ρέιμοντ Τσάντλερ). Ο «Άγνωστος του Εξπρές» του Χίτσκοκ την καθιερώνει ως συγγραφέα με το «καλημέρα» Ακολουθεί το «Κάρολ», ένας πραγματικός ύμνος στη γυναικεία ομοφυλοφιλία, το οποίο εκδίδεται με ψευδώνυμο (Κλερ Μόργκαν), καθώς είμαστε ακόμα στα πουριτανικά χρόνια της δεκαετίας του 1950. Άλλη μια επιτυχία της Χάισμιθ, τα κέρδη από την οποία της επιτρέπουν να ταξιδέψει εκτεταμένα στην Ευρώπη: Λονδίνο, Παρίσι, Σάλτσμπουργκ, Μαγιόρκα, Τεργέστη, Φλωρεντία κ.α. Εκεί συλλαμβάνει το επόμενο βιβλίο της, αυτό που θα την έστελνε στην κορυφή: «Στο Ποζιτάνο μου ήρθε η ιδέα για έναν νεαρό αμερικανό απατεώνα που τον στέλνουν στην Ευρώπη για να φέρει πίσω έναν άλλο Αμερικανό». Ο πρώτος Τομ Ρίπλεϊ κυκλοφορεί το 1955: παραμένει ο διασημότερος ήρωάς της, αφού θα εμφανιστεί σε πέντε βιβλία της (πρώτο το «Ο ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ») και θα της χαρίσει το ιδιαίτερο λογοτεχνικό ιδιόλεκτό της. Ψεύτης, εγκληματίας, μηχανορράφος, ο Ρίπλεϊ ξεπερνά τα όριά του, καθώς γι’ αυτόν δεν υπάρχουν σύνορα καλοπιστίας και αρχών. Και πάντοτε καταφέρνει να τη βγάζει καθαρή: «Βρίσκω το δημόσιο αίσθημα περί δικαιοσύνης αρκετά βαρετό και τεχνητό, γιατί ούτε η ζωή ούτε η φύση ενδιαφέρονται αν η δικαιοσύνη απονέμεται ή όχι», λέει η Χάισμιθ, που έκτοτε θα πάρει τον λογοτεχνικό φόνο «εργολαβία». Η πενταλογία του Ρίπλεϊ αγαπήθηκε τρελά και από το παγκόσμιο σινεμά, όπου μεταφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Ρενέ Κλεμάν στην ταινία «Γυμνοί στον Ήλιο» («Plein Soleil» του 1958). Αργότερα ανέλαβε ο σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς να κάνει ταινία τον δεύτερο κύριο Ρίπλεϊ («Ένας Αμερικανός Φίλος» του 1976, βασισμένος στο «Παιχνίδι του Ρίπλεϊ»). Αν και ο γνωστότερος σε μας είναι ο «Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ» του 1999, με τον Ματ Ντέιμον στον ομώνυμο ρόλο… Άλλα βιβλία της είναι τα «Βαθιά Νερά», «Ιστορίες Μυστηρίου», «Κρυφτό με τον Θάνατο», «Μοιραίο Παιχνίδι», «Θανάσιμα Λάθη», «Επικίνδυνη Ομορφιά», «Το Εγχειρίδιο του Κτηνώδους Φόνου για Ζωόφιλους», «Η Κραυγή της Κουκουβάγιας», «Το Ημερολόγιο της Ίντιθ», «Μικρές Ιστορίες Μισογυνισμού», «Τα Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου», «Χωρίς Ενοχές», «Αυτή η Γλυκιά Αρρώστια» κ.ά….
…Αποτραβηγμένη τα τελευταία χρόνια στη Ζυρίχη, κλείστηκε στο σπίτι και εργαζόταν νυχθημερόν, ζώντας έτσι την παραγωγικότερη συγγραφικά περίοδό της. Η Πατρίσια Χάισμιθ βραβεύτηκε εκτεταμένα για το συγγραφικό της έργο, αποσπώντας πλήθος κορυφαίων λογοτεχνικών βραβείων (Grand Prix Αστυνομικής Λογοτεχνίας, Βραβείο Edgar Allan Poe, Henry Memorial Award αλλά και το Silver Dagger), ζώντας πια σαν ερημίτισσα στην Ελβετία. Παλεύοντας με τη μοναξιά και την κατάθλιψη, κατάφερε να γεμίσει πολλές σελίδες με το καλύτερό της έργο, αυτό το πολυεπίπεδο σκάρωμα χαρακτήρων της όψιμης εποχής που λατρεύτηκε στα μήκη και τα πλάτη της Γης. Χτυπημένη από καρκίνο, άφησε την τελευταία της πνοή στο Λουγκάνο της Ελβετίας στις 4 Φεβρουαρίου 1995, κρατώντας την καλύτερή της ίσως ατάκα για το τέλος: «Ήταν όλα τόσο προβλέψιμα»…
«Να σκοτώνεις με στυλ, να ζεις με φαντασία»
…στα 28 της φρόντισε να «φτιάξει» τον πρώτο αμοραλιστή ήρωά της, τον Μπρούνο, από το Ξένοι στο τρένο, που τα δικαιώματά του αγοράζει ο Χίτσκοκ. Η επιτυχία έρχεται με το καλημέρα. Έκτοτε, η διάσημη, πλέον, Αμερικανίδα συγγραφέας καθιερώνει και το χαρακτηριστικό στυλ γραφής, που με τρόπο απλό και απέριττο αποδίδει τις πιο ανήκουστες καταστάσεις. Πρόσφατα, η Τζίλιαν Φλιν έλεγε σε συνέντευξή της ότι η Χάισμιθ «κάνει τους πιο παράλογους χαρακτήρες να μοιάζουν απόλυτα λογικοί, σε σημείο που ο αναγνώστης να νιώθει ότι ταυτίζεται απόλυτα με τον πιο ψυχοπαθή δολοφόνο». Σε καμιά περίπτωση η Χάισμιθ δεν έγραφε έξω από το πλαίσιο ενός απόλυτα συγκροτημένου κειμένου –με λέξεις που έκοβαν σαν μαχαίρι και έναν παγωμένο αέρα που διαπερνούσε τις καλοστιλβωμένες φράσεις–, γνωρίζοντας καλά ότι απευθύνεται εξίσου σε όλους: στον απελπισμένο, τον μέσο αναγνώστη, τον ποιητή, τον άνθρωπο της τέχνης, τον μανιακό καταναλωτή νουάρ. Αυτός ήταν, άλλωστε, ο στόχος της. «Αν η ιστορία είναι καλή και διασκεδαστική, μπορεί να την απολαύσει ο οποιοσδήποτε, τόσο ο διανοούμενος, όσο και ο λάτρης του μυστηρίου και της αγωνίας» θα υποστηρίξει στο Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα αγωνίας (και δράσης) (εκδόσεις Πατάκη). Μόνο που το «διασκεδαστικός» για εκείνη σημαίνει να έχει διαπράξει εκατοντάδες φόνους και μετά να μπορεί να απολαμβάνει με την ίδια νωχελική και ευφάνταστη αμεριμνησία το αγαπημένο του κρασί. Χωρίς μάλιστα την παραμικρή ενοχή, καθώς το χριστιανικό αυτό αίσθημα αφορούσε μόνο τους μέτριους και τους χαμένους, αυτούς που έχουν καταθέσει προ πολλού τα όπλα της δημιουργικότητας. Όπως έγραφε και ο αγαπημένος της φιλόσοφος, ο Νίτσε, «η ενοχή είναι η απαρχή όλων των δεινών, αφού κάνει το ανεξόφλητο χρέος να εσωτερικεύεται σαν μια διαρκής υποχρέωση αυτοτιμωρίας». Μακριά από τέτοια ένδειξη, οι ήρωες της Χάισμιθ –όπως ο θρυλικός Τομ Ρίπλεϊ– μπορούν να συνεχίσουν να σκοτώνουν με τον ίδιο τρόπο που ζωγραφίζουν, απαγγέλλουν Σέλεϊ και απολαμβάνουν έναν πίνακα του Σεζάν. Σε όλα τα μυθιστορήματά της το λεπτεπίλεπτο στυλ είναι η οντολογική αρχή, το υπέροχο φόντο πάνω στο οποίο ξεδιπλώνονται όλα τα ένστικτα – ίσως το στυλ είναι και αυτό που μετατρέπει τους ψυχρούς δολοφόνους σε υποδειγματικούς δημιουργούς. Αυτό που διαχωρίζει, για παράδειγμα, τον φιλήσυχο ήρωά της Ντέιβιντ στο Αυτή η γλυκιά αρρώστια (κυκλοφόρησε πρόσφατα σε αναθεωρημένη έκδοση στη νέα σειρά Ρocket από το Μεταίχμιο) από τους υπόλοιπους είναι η διαποτισμένη από το καλλιτεχνικό μεγαλείο φαντασία του: «Το σπίτι ήταν για να ονειρεύεται και όχι για να συνωμοτεί ή να εκνευρίζεται, και καμιά ανησυχία για τίποτα, καμιά υποψία, καμιά αποτυχία, καμιά χρονοτριβή –επειδή ούτε κι ο χρόνος υπήρχε εκεί– δεν συννέφιαζε τα οράματά του όταν ξάπλωνε μπροστά στο τζάκι και η μουσική, σαν θυμίαμα, καθοδηγούσε τη διάθεσή του – ο ευγενής μαθηματικός νους του Μπαχ, του Μπραμς, η ηρωική τρυφερότητα». Και η Χάισμιθ δεν έτρεφε ποτέ αυταπάτες ως προς το τι ακριβώς υπάρχει μέσα κι έξω από κάθε αμερικανικό «σπίτι»: αποποιήθηκε από νωρίς τις ψευδαισθήσεις, τα ψέματα που τους έλεγαν από μικρά, τα απαλά νανουρίσματα και τα παραμύθια ότι δεν υπήρχαν λύκοι έξω από την πόρτα. Για την ίδια τη Χάισμιθ οι λύκοι παραμόνευαν πάντα και παντού – και συνήθως αποκτούσαν τη μορφή ενός έρωτα.
Ο έρωτας κι ο θάνατος είναι στα κατ’ επίφασιν νουάρ μυθιστορήματά της το κλειδί που ξεδιπλώνει τα μύχια του ανθρώπου, αφού σαφές κίνητρο δεν υπάρχει. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ήρωες των αστυνομικών, οι δικοί της πρωταγωνιστές δεν σκοτώνουν από μίσος, ζηλοφθονία ή φθόνο, σκοτώνουν γιατί κάποιος πρέπει να το κάνει ή γιατί έτσι πρέπει να συμβεί. Βασική, αν και ασυνείδητη κινητήριος δύναμη των πράξεών τους είναι το ένστικτο του έρωτα ή του θανάτου. Ο θάνατος παραμονεύει σε κάθε βήμα ως απλή, φυσική εκδοχή της ατελεύτητης φυσικής ροής των πραγμάτων αλλά και ως απλή, συμβολική μεταποίηση ρόλων, αφού για να επιβιώσεις πρέπει να σκοτώσεις τον άλλο εαυτό σου ή τα αγαπημένα σου κομμάτια (kill your darlings). Όσο για τον έρωτα, δεν είναι παρά μια δολοφονική, κανιβαλιστική αναμέτρηση με το αντικείμενο του πόθου – ο Ρίπλεϋ ξεκίνησε τις δολοφονίες σκοτώνοντας τον μοναδικό ίσως άνθρωπο που ερωτεύτηκε, έστω κι ασυνείδητα, σε όλη τη σειρά από βιβλία, τον πλούσιο, γοητευτικό Γκρίνλιφ, αποκτώντας μάλιστα τα χαρακτηριστικά του και κλέβοντάς του την ταυτότητα. Το folie à deux που δεσπόζει στα περισσότερα βιβλία της Χάισμιθ αναπτύσσεται κατά κύριο λόγο σε ανθρώπους του ίδιου φύλου, κάτι που συνιστά, πέρα από συνειδητή επίδειξη μιας ομοφυλοφιλικής ταυτότητας, αποτέλεσμα της μόνιμης αναμέτρησης που έχουμε με τον ίδιο μας τον εαυτό. Αυτός είναι που δεν θα πάψει ποτέ να ανταγωνίζεται τα πιο υπέροχα ή απαίσια κομμάτια του και θα μας κάνει φύσεις ανάλγητες και αντιφατικές. Αυτοεξόντωση και τρέλα ενυπάρχουν στον καθένα μας σε αμέτρητες δόσεις…
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ 2.7.2014
Πηγή: www.lifo.gr
