Φρέσκα

Εις μνήμη

Το μυαλό του ήταν γεμάτο λέξεις και ιδέες. Χαιρόσουν τη συζήτηση μαζί του. Και κατείχε τα ελληνικά, αρχαία και νέα, τόσο καλά όσο λίγοι. Δεν έγραφε όμως. Πάντα προτιμούσε να μιλάει, να επικοινωνεί άμεσα με τους άλλους.
 
Λίγο καιρό πριν φύγει, σ’ αυτή την τελευταία μας συνάντηση στο σπίτι του, άφησε δυο κείμενα.
 
– Άνοιξε τον υπολογιστή και γραψ’ τα στο στικάκι σου, είπε. Να τα δείτε στο σπίτι σας όταν γυρίσετε. Το πρώτο μόνο θα ήθελα να το διαβάσει η Γιούλα τη μέρα τη κηδείας μου. Το άλλο είναι μια ιστορία.
 
Δεν ξέρω τι τον οδήγησε να τη γράψει, δεν ξέρω τι ήταν αυτό που έκανε τις εικόνες της παιδικής του ηλικίας να ξεπηδήσουν από μέσα του και να τις βάλει στο χαρτί.
 
Δυο χρόνια μετά το μεγάλο ταξίδι του ας βγει αυτή η ιστορία του απ’ την αφάνεια και ας ταξιδέψει έστω για λίγο στις εικονικές θάλασσες.

Σαπρίκης Χρίστος


XSAP_3020171201

Ταλαίπωροι είναι κι αυτοί

Χριστόφας Προκοπίου Μαϊστρέλλης, 1949 – 13 Μαΐου 2017

– Γέμισε το χωριό τσιγγάνους. Ασκέρι ολόκληρο.

Τέλη δεκαετίας 1950. Τούτη η είδηση ακούστηκε στη γειτονιά μας σαν πολεμικό ανακοινωθέν. Η Αγιάσος υπό κατοχή. Την ενημέρωση του κοινού για το χρονικό της άφιξης και το ποιόν των τσιγγάνων ανέλαβε μια θεοσεβής γυναίκα, η Μυρσίνη.

– Πρωί-πρωί στήσαν τα τσαντίρια τους δίπλα στο γήπεδο χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από κανέναν. Ήρθαν στην Αγιάσο τις μέρες του δεκαπενταύγουστου για να χαλάσουν το πανηγύρι οι άθεοι που δεν νοιάζονται για την πίστη κανενός. Οι τρισκατάρατοι. Ακούσαμε στην εκκλησιά τη μεγάλη Παρασκευή, όταν μαυροφορεμένες γυναίκες έψαλαν το θρήνο της Παναγιάς, πως στο αμόνι ατσίγγανων σφυρηλατήθηκαν τα καρφιά για τη σταύρωση του Χριστού. Άτιμη, μαυριδερή ράτσα. Το μυαλό τους στην απάτη, τη ζητιανιά και την κλεψιά. Κλειδώστε καλά το σπίτι σας. Το νου σας στα παιδιά!

Ο λόγος της Μυρσίνης έδρασε άμεσα και αποτελεσματικά. Ο φόβος σκίασε το βλέμμα των μικρών αλλά και των μεγάλων. Η Πηνελόπη με τα μεγάλα μαύρα μάτια έτρεξε να κρυφτεί στο φουστάνι της μητέρας της. Η Νεφέλη αναζήτησε το χέρι της θείας της. Πολλές ήταν οι γειτόνισσες που ανησύχησαν. Πράγματι οι τσιγγάνοι δεν μπορεί να είναι πια καλοδεχούμενοι όπως οι άλλοι επισκέπτες του χωριού.

«Σιχαμένε κόσμε κι αχαΐρευτε τι κλώθεις στους ζωντανούς σου! Πέρναες απ το χωριό και σε καλωσόριζε σαν το μεγάλο μουσαφίρη.» [1]

Η μάνα μου αποχώρησε σιωπηρά από την ομήγυρη απορώντας με τη μεταμόρφωση της Μυρσίνης. Τη μια στιγμή καλοκάγαθη, την άλλη κακόψυχη. Πώς γίνεται;

Κι ενώ η συζήτηση δεν έλεγε να τελειώσει, στην άκρη του δρόμου φάνηκε ένας νεαρός τσιγγάνος να βαράει ρυθμικά το νταούλι του και να καλεί τον κόσμο να παρακολουθήσει τα καμώματα της μεγάλης χορεύτριας Ντέζης. Πίσω του ερχόταν ένας άλλος ασπροντυμένος με κόκκινη γραβάτα σέρνοντας την αλυσίδα με την οποία ήταν δεμένη μια γερασμένη αρκούδα. Η ανταπόκριση στο κάλεσμα των αρκουδιάρηδων ήταν εντυπωσιακή. Βγήκαν απ’ τα σπίτια τους ακόμη κι οι γριές. Στο πλάτωμα του δρόμου το τσούρμο των παιδιών σχημάτισε ένα κύκλο οριοθετώντας τη σκηνή της παράστασης. Η Μυρσίνη και οι ομόγνωμές της τραβήχτηκαν μακριά.

Με το δυνατό χτύπημα του νταουλιού οι θεατές ησύχασαν. Ο ασπροντυμένος τσιγγάνος- σκηνοθέτης με μια απότομη κίνηση της αλυσίδας ανάγκασε την αρκούδα – χορεύτρια, τη στολισμένη με πολύχρωμους φιόγκους και δαντελένια μαντίλια, να σηκωθεί στα δυο της πόδια και να δείξει πώς βάφονται, πώς χτενίζονται,πώς καθρεφτίζονται και πώς χορεύουν τα κορίτσια και οι κυρίες. Σε κάθε εντολή μπορούσε να διακρίνει κανείς τον πόνο που προκαλούσε ο τελευταίος χαλκάς της αλυσίδας που ήταν περασμένος στο ρουθούνι του άτυχου ζώου. Το θέαμα εντυπωσιακό αλλά και θλιβερό συγχρόνως. Κάποια στιγμή η παράσταση έλαβε τέλος.

«Καὶ σκυμμένο
τὸ κεφάλι μου κράτησα ὁλοένα,
καθὼς στὸ ντέφι μέσα ἔριχνα, σκλάβος

κ᾿ ἐγὼ τοῦ κόσμου, μιὰ δραχμή.» [2]

Οι τσιγγάνες που ακολούθησαν τους αρκουδιάρηδες «ήρθανε ντυμένες φανταχτερά γιορτής φουστάνια» [3] και κρεμασμένα στο λαιμό «χοντρά γυαλιστερά γιορντάνια.» [3]. Ήρθαν για να πουλήσουν υφάσματα, σεντόνια, τραπεζομάντηλα, κουρτίνες, πετσέτες, μαντίλια και άλλα είδη προικός. Ήρθαν, καθώς λέγανε οι ίδιες, έτοιμες να παζαρέψουν την τιμή των ειδών της πραμάτειας τους ακόμη και στο τρίτο της αξίας τους. Ήρθαν να εξηγήσουν όνειρα, να μαντέψουν την τύχη των κοριτσίστικων ερώτων, να διαβάσουν στο χέρι του καθενός και της καθεμιάς της μοίρας τα γραμμένα. Ασήμωσε. Ασήμωσε. Ασήμωσε αν θέλεις να μάθεις κι άλλα.

Η παρέλαση των τσιγγάνων από τον κεντρικό δρόμο της γειτονιάς δεν είχε τελειωμό. Πουλούσαν και επισκεύαζαν τα πάντα από μπρούτζινα γουδιά μέχρι κόσκινα για τ’ άλευρα. Κυρίαρχη βέβαια η παρουσία των μουσικών με το κλαρίνο και το ντέφι, των γανωτήδων και των καλαθοπλεκτών.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας βρέθηκα στο καφενείο του θείου μου Παναγιώτη Παπαπορφυρίου ή Γράμμη – προσωνύμιο που κληρονόμησε από τον πατέρα του Ηλιογραμμένο – για να τον ρωτήσω τι σόι άνθρωποι είναι αυτοί οι τσιγγάνοι. Η απάντηση απλή και κατανοητή.

– Ταλαίπωροι άνθρωποι είναι κι αυτοί. Σαν κι εμάς.

Παλεύουν για το μεροκάματο. Παλεύουν για να ζήσουν,

και με το βλέμμα του μου έδειξε έναν ξερακιανό τσιγγάνο που έπλεκε σε μια γωνιά με μεγάλη επιμέλεια τη ψάθα κάποιων χαλασμένων καρεκλών.

[1]. Μενέλαος Λουντέμης, Αυτοί που φέρανε την καταχνιά
[2]. Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος Ε΄, Ίκαρος 1968
[3]. Κωστής Παλαμάς, Δωδεκαλογος του Γύφτου, Λόγος Ζ΄