Ο Τζον Γκούντμαν για τον…Τζον Γκούντμαν
{…} Τρεις αδιόρθωτοι παλιομοδίτες, ο Ντιουντ (Τζεφ Μπρίτζες), ο ευτραφής Γουόλτερ Σόμπχακ (Τζον Γκούντμαν) και ο κοκαλιάρης Ντόνι (Στιβ Μπουσέμι) παίζουν μπόουλινγκ και τα βάζουν με τον άρχοντα της περιοχής, τον επονομαζόμενο… Big Lebofski. Τον… Μεγάλο, όπως θα λέγαμε στη νεοελληνική καθομιλουμένη. Ο Ντιουντ έχει το brain (το μυαλό), ο Ντόνι την πονηριά και ο γίγας Γουόλτερ την… τρέλα.
«Πώς κάνεις έτσι, βρε αδερφάκι μου; Σαν… παλιοκομμούνι κάνεις! Γουόλτερ,be cool». Ο Τζεφ Μπρίτζες διαρκώς και αδιαλείπτως προσπαθεί να καταπραΰνει τα νεύρα του Τζον Γκούντμαν. Ενας γίγας των άκρων. Τη μία στιγμή με καρδιά… μαρουλιού, την άλλη με το περίστροφο ανά χείρας!
Τρεις φορές ο γίγας έπεσε στα χέρια των δαιμόνιων Εβραίων Κοέν. Πρώτη φορά με την κωμωδία «Αριζόνα τζούνιορ», στο πλευρό του Νίκολας Κέιτζ. Δεύτερη με το «Μπάρτον Φινκ», στο πλευρό του Τζον Τορτούρο. Και τρίτη με το «Ο μεγάλος Λεμπόφσκι», με πρωταγωνιστή τον Τζεφ Μπρίτζες.
Οι ρόλοι του θηρίου με τα… εκατοντάδες κιλά και τα δύο μέτρα ύψος είναι μια διαρκής ταλάντευση. Εξ όψεως προκαλεί μειδιάματα, αλλά η τρέλα του είναι απρόβλεπτη. Στο «Μπάρτον Φινκ» ψυχοπαθής δολοφόνος με το… πακέτο (τι να ‘χει το πακέτο; κεφάλι, πόδια, χέρια, γλώσσα;). Στον «Μεγάλο Λεμπόφσκι»ασυμφιλίωτος με την εποχή του. Στο θρίλερ «Το ερωτικό αντικείμενο του εγκλήματος» ήταν το φιλαράκι του Αλ Πατσίνο που πληρώνει τα σπασμένα.
Πάντα σε δεύτερους ρόλους;
(καταβροχθίζει μισή ποσότητα δεύτερης μπίρας) «Οχι… πάντα δεύτερος (το βροντώδες γέλιο του δημιουργεί αντίλαλο στους διαδρόμους του «Intercontinental»). Στον «Βασιλιά Ραλφ» ήμουν πρωταγωνιστής, σταρ… βασιλιάς».
Στα σοβαρά τώρα.
«Τι στα σοβαρά; Δικές τους είναι οι ταινίες, ό,τι θέλουν κάνουν. Εγώ πάω για το μεροκάματο. Και προς ενημέρωσή σου, αυτή τη στιγμή ψάχνω για δουλειά. Είμαι άνεργος».
Και στο θέατρο;
«Μην τα μπερδεύουμε. Άλλο θέατρο, άλλο κινηματογράφος. Υπάρχει ηθοποιός που να μη λαχταράει να βγει στη σκηνή; Ούτε ένας. Αν υπάρχει, πάρτε του τα… διπλώματα (ξεκαρδίζεται). Όχι απλώς παίζω στο θέατρο, το λατρεύω. Φαντάσου πως τρελαίνομαι στην ιδέα να παίξω Φάλσταφ και Ερρίκο. Τι λες, μου… πάνε;».
Ο Σαίξπηρ σε είχε στο μυαλό του.
(ξεκαρδίζεται) «Στην υγειά του. Ευτυχώς δεν έζησε να διαβάσει κριτικές».
Πάλι τα ίδια;
«Ι dont know what the bastards feel for me (δεν ξέρω τι αισθάνονται οι μπάσταρδοι για μένα)».
Δηλαδή πώς παίρνεις χαμπάρι για τη γνώμη των άλλων;
«Να, καμιά φορά ακούω τη Μόλι (σ.σ.: μικρή του κόρη) να φωνάζει «Dud, you are on TV» (μπαμπά, είσαι στην τηλεόραση)».
Φαντάζομαι τι πλάκες θα έγιναν στα γυρίσματα…
«Δεν θα το πιστέψεις, αλλά οι «πιτσιρικάδες» (σ.σ.: kids, είπε) οι Κοέν οργάνωναν τα γυρίσματα με την ακρίβεια μυρμηγκιού. Ετσι είχαμε περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Πώς κάνουν οι μπόμπιρες του δημοτικού; Εκεί που έπεσα από τα γέλια κάτω ήταν στη σκηνή που κοπανάμε με λοστούς μια λιμουζίνα κάποιας γειτονιάς. «Πώς κάνεις έτσι; ήρεμα» μου λέει κάποιος της παραγωγής. Τα ‘χασα. «Δηλαδή», του λέω έτοιμος να γελάσω, «το όχημα δεν είναι δικό μας;». «Προς το παρόν δεν είναι». «Ε τώρα… είναι»».
Και ο ιδιοκτήτης;
«Το εκπληκτικό είναι πως η παραγωγή είχε φροντίσει να αδειάσει τη γειτονιά, στέλνοντας τους ενοίκους σε ξενοδοχεία!». (στο μεταξύ, βγάζει από το μικρό τσεπάκι του σπορ γιλέκου του λιλιπούτεια φυσαρμόνικα)
Τη χρησιμοποιείς για να κόψεις το κάπνισμα;
«Δεν θα το πιστέψεις, αλλά όταν ήμουν μικρός ήθελα να γίνω dj ραδιοφώνου. Στη Λουιζιάνα ακούω ραδιόφωνο από το πρωί ως τα ξημερώματα. Εδώ που τα λέμε η μουσική κυκλοφορεί στο DNA μου… Να, κοίτα, από τις φλέβες μου κυλάει… τζαζ». (Ανασηκώνει το μανίκι του, αλλά γερμανίδα μεταφράστρια σοβαρής κινέζας συναδέλφου μάς διακόπτει και τον ρωτάει πολύ… σοβαρά:)
Διάβασα πως θα παίξετε «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ.
«Κοίτα να δεις πόσο γρήγορα τρέχουν τα νέα… (περιεργάζεται την Κινέζα σαν να βλέπει κούκλα που μιλάει) Πράγματι παίζω, αλλά εδώ που τα λέμε θα ‘θελα η παραγωγή να ήταν καλύτερη».
Ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που συμβαίνει στη ζωή σου;
«Ότι είμαι… διάσημος. Θα ‘θελα να είμαι ο εαυτός μου! Πώς να το πω; Είμαι πιο διάσημος από όσο θα ‘θελα. Γράψτε «Ο Τζον είναι… Τζον»».
Τότε γιατί κάνεις ταινίες;
«Α, να μην το παρακάνουμε. Μου αρέσει αυτό που κάνω. Ασε που βγάζω και λεφτά από πάνω».
Μερικοί πιστεύουν πως αυτοσχεδιάζεις.
«Ασ’ τους να το πιστεύουν. Προετοιμασία και οργάνωση είναι η καλύτερη μέθοδος αυτοσχεδιασμού». (γελάει με την ψυχή του)
Ο Γκούντμαν τι θα έλεγε για τον Γκούντμαν;
(σηκώνεται, φουσκώνει το στήθος του, φουσκώνει και το μαύρο κοντομάνικο φανελάκι του και λέει με ένα τεράστιο χαμόγελο) «Boys, what you see is what you get… (Αγόρια, παίρνετε αυτό που βλέπετε!)».
Ο Τζον Γκούντμαν είναι μια… ταινία. Αρχισε από το αμερικανικό «φουτμπόλ» (καμία σχέση με το… δικό μας) και κατέληξε στους… Κοέν. «Ισως καταλήξωστο… πουθενά».
Γεννήθηκε πριν από 46 (67 σήμερα) χρόνια στο Σεντ Λιούις και την πρώτη μέρα της ζωής του «άκουσα μουσική από το ραδιόφωνο»! Ψηλός, ογκώδης, γίγας.«Μεγάλωνα, μεγάλωνα, γεγονός που μου έκοψε τον δρόμο προς το Χόλιγουντ.Το… μεγάλωμα φταίει που δεν έγινα διάδοχος του Τζέιμς Ντιν». Από το μυαλό του Γκούντμαν δεν είχε περάσει καν η ιδέα να γίνει ηθοποιός. Στο κολέγιο έπαιζε στη βασική ομάδα του φουτμπόλ, κάνοντας τη ζωή των αντιπάλων του δύσκολη. «Κόλαση θα έλεγα».
Κάποια στιγμή βαρέθηκε. «Είπα να δοκιμάσω και μεταπήδησα από την ομάδα του φουτμπόλ στο τμήμα «Δραματική τέχνη»». Τελειώνει, εξέρχεται, ψάχνει στην… αγορά και βγάζει το μεροκάματο παίζοντας μικρούς ρόλους σε μικρά θεατράκια της Νέας Υόρκης (off Broadway, φυσικά). «Κάποια χρονιά έπαιζα και στα dinner theaters, ξέρεις εκεί όπου εσύ παίζεις και λαχανιάζεις, ενώ οι άλλοι τρώνε την μπριζόλα τους».
Η μεγάλη του «στιγμή» είναι όταν εισβάλλει σε τηλεοπτικό σίριαλ. Η πιάτσα τον παίρνει χαμπάρι και ο Γκούντμαν συνάπτει σχέση με την Εβδομη Τέχνη. Το θέατρο όμως είναι πάντα θέατρο. Στο σινεμά κωμικός και ψυχοπαθής δολοφόνος, στο θέατρο… Σαίξπηρ.
Εχει εμφανιστεί σε τρίτους, δεύτερους ρόλους στις ταινίες «Οι εραστές τηςΜαρίας», «Το ερωτικό αντικείμενο του εγκλήματος», «Για πάντα» (το μελό του Σπίλμπεργκ με τον Ρίτσαρντ Ντρέιφους), «Μπλουζ Μπράδερς 2000» και φυσικά σε τρεις ταινίες των Κοέν: «Αριζόνα τζούνιορ», «Μπάρτον Φινκ» και«Ο μεγάλος Λεμπόφσκι».
από https://www.tovima.gr/2008/11/24/archive/tzon-gkoyntman/
