Φρέσκα

Η πραγματική μας πατρίδα είναι η…παιδική μας ηλικία.*

του Λευτέρη Τσίλογλου

 

Στα παιδικά μου χρόνια οι σχέσεις με τα παιδιά από τις διπλανές γειτονιές ήταν ευάλωτες. Μπορεί τη μια μέρα να ήταν αρμονικές, να παίζαμε μεταξύ μας, βέβαια με πείσμα κι εγωισμό για το ποιος θα νικήσει, αλλά την άλλη με τους ίδιους, για κάποιο ασήμαντο και πολλές φορές απροσδιόριστο λόγο, να επιδιδόμαστε σ’ έναν αμείλικτο πετροπόλεμο πολλές φορές είχε κι αιματηρές συνέπειες.

Ήταν όμορφα, αλλά και σκληρά, εκείνα τα χρόνια. Σίγουρα υπάρχει μια ωραιοποίηση μετά τις δεκαετίες που πέρασαν, σίγουρα η μνήμη απώθησε τα άσχημα και κράτησε τα καλά. Αναφερόμαστε όμως στην καλύτερη περίοδο της ζωής του ανθρώπου, τα νιάτα του! Η γλυκιά σημερινή νοσταλγία έχει και μια αντικειμενική βάση. Η στέρηση υλικών αγαθών, στις σπάνιες φορές που αυτά ήταν διαθέσιμα ήταν γεγονότα που άφηναν βαθιές εντυπώσεις.

Θυμάμαι με μεγάλη ενάργεια όταν ένας θείος μου, μου αγόρασε από τον πλανόδιο παγωτατζή ένα χειροποίητο κασάτο μπροστά στους άλλους φίλους και η περηφάνια που ένιωσα κι η φιγούρα που έκανα, γλύφοντας το σιγά- σιγά δεν ανταλλάσσεται με δεκάδες από τις σημερινές χαρές.

Η σπανιότητα των μέσων να γινόμαστε κοινωνοί πληροφοριών, η έλλειψη βιβλίων μέσα στα σπίτια, το ραδιόφωνο να είναι σπάνιο κι αυτό περισσότερο τραγούδια, η τηλεόραση ακόμα στο μακρινό μέλλον, μετέτρεπε αυτόν που είχε πρόσβαση στην πληροφορία και γνώση πρωταγωνιστή της παρέας κι αντικείμενο θαυμασμού. Από εκεί μου έμεινε η μανία να είμαι λαθραναγνώστης στις εφημερίδες και να ξεκοκαλίζω κάθε γραπτό κείμενο που έπεφτε στα χέρια μου και ν’ αποτυπώνω στη μνήμη κάθε ενδιαφέρον συμβάν

Τα φλερτ και το ενδιαφέρον για τα κορίτσια άρχισε πολύ νωρίς, αλλά συγκεκριμενοποιήθηκε κι εκδηλώθηκε αργότερα. Αυτό όμως σήμαινε και το τέλος της παιδικής ηλικίας. Τότε άρχισαν τα ντέρτια που θα μας κυνηγούσαν σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή μας.

* Ρολάν Μπαρτ, 1915-1980

 

φωτό από την ταινία «ο πόλεμος των κουμπιών»