Το κάζο
του Αργύρη Νικολάου
Μετά απ’ αυτό δε φοβόταν τίποτα. Πίστεψε πως αφού ξεπέρασε αυτή τη δυσκολία όλες μπορούσε να τις ξεπεράσει. Ποιο ήταν όμως το γεγονός που τόνωσε τόσο πολύ την αυτοπεποίθησή του;
Πήγαινε, θυμάται, εκδρομή στο Παρίσι. Ταξίδευαν βράδυ και στο λεωφορείο οι περισσότεροι κοιμόντουσαν. Μόνο, πίσω πίσω, στη γαλαρία, υπήρχε συνωστισμός. Νέοι, ανάμεσά τους κι αυτός, γελούσαν, φωνασκούσαν κι αγριεύονταν. Κανένας δεν καθόταν κανονικά στη θέση του. Χέρια και πόδια ήταν ανακατωμένα.
Ξεχώρισε τα δικά της δάχτυλα. Είχε από καιρό βάλει στο μάτι μια Κυπρία και θεώρησε πως αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να της τα ρίξει. Κι όπως ήταν όλοι ξαναμμένοι άπλωσε το χέρι του κι άρχισε να χαϊδεύει τα δάχτυλά της. Την ίδια στιγμή έκανε πως συμμετείχε σε όλα τα άλλα. Κανένας δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται τίποτα οπότε αυτός συνέχισε το έργο του.
Είχε ιδρώσει και η καρδιά του κόντευε να σπάσει όταν κάποια στιγμή συνειδητοποιεί πως αυτά δεν ήταν τα δικά της δάκτυλα αλλά ενός άρρενος της παρέας. Τράβηξε το χέρι του τρομαγμένος. Χώθηκε όσο γίνεται πιο βαθιά στη θέση του.
Μελαγχόλησε. Πότε πέρασαν το στενό, πότε έφθασαν στο ξενοδοχείο, πότε τακτοποιήθηκε στο δωμάτιο δεν κατάλαβε. Εκεί τον βασάνιζαν τα ερωτήματα: Τί θα έλεγε ο κόσμος; Με τι μούτρα θα τους συναντούσε πάλι;
Όταν κάπως συνήλθε σκέφθηκε τι να κάνει, να ζητήσει συγγνώμη από τον άνδρα ή να αφήσει το γεγονός έτσι βασιζόμενος και στη δική του ντροπή; Κουρασμένος από τις σκέψεις έπεσε να κοιμηθεί.
Τις μέρες που ακολούθησαν δεν έκανε τίποτα. Όλα συντελέσθηκαν σιωπηρά. Αρχικά ήταν μαζεμένος με τον χαϊδεμένο, κατόπιν, βλέποντας την αμηχανία του ανδρός, ξεθάρρεψε, στο τέλος έφτασε να το διασκεδάζει. Τώρα αν κάποιοι, κάπου, ψιθύριζαν πίσω από την πλάτη του, ε και τι μ’ αυτό;
