Φρέσκα

Δρόμοι της προσφυγιάς

του Αργύρη Νικολάου

Ότι θα έβλεπα, τριάντα χρόνια μετά, τους ίδιους δρόμους που περπατούσαν οι Αλβανοί να τους περπατούν τώρα προς την αντίθετη κατεύθυνση φορτωμένοι, εξαθλιωμένοι και φοβισμένοι οι Σύριοι, δεν το περίμενα.

Πρώτα άκουσα τις φωνές τους, μετά τους είδα και με είδαν. Έκοψαν τις ομιλίες, έσκυψαν τα κεφάλια, και πήγαν να με προσπεράσουν σιωπηλοί και ήταν σαν να ντρεπόντουσαν, σαν να ζητούσαν συγγνώμη. Όχι, αυτή τη φορά δε θα άφηνα το φρικτό θέαμα να με καταβάλλει.

Τους απηύθυνα το λόγο. Στα Ελληνικά. Σταμάτησαν και με κοίταξαν βουβοί και απορημένοι. Αλβανικά ήταν τα μεγάλα μάτια τους; Καθώς συνέχιζαν να με κοιτάζουν με την ίδια έκφραση τους μίλησα στα Αγγλικά. Κάτι έγινε.

Με ρώτησαν πόσο μακριά είναι τα σύνορα, καμιά δεκαριά χιλιόμετρα, τους είπα. Μια στιγμή, πριν χωριστούμε, ένας άνοιξε το σάκο του και μου πρότεινε ένα φακό. Με τα δυο μου χέρια του έδειξα πως δεν έχω τσέπες. Όχι, δε θέλω λεφτά, μου είπε και μου τον ενεχείρισε.

Εγώ στεκόμουν διστακτικός. Για σένα, επέμεναν όλοι μαζί, για σένα. Τον πήρα λυπημένος που δεν είχα τίποτα να τους δώσω. Συνέχισα να τους κοιτάζω ώσπου χάθηκαν στη στροφή. Ίσια μπροστά τους, στο δρόμο τους, πάνω από το λόφο του Προφήτη Ηλία είχαν μαζευτεί μαύρα, πυκνά σύννεφα, «σήμα αριφραδές» -το γράφω για να το συγκρατήσω- κατά τη λαϊκή μετεωρολογία του μακαρίτη του πατέρα μου, πως επίκειται μπόρα.