Φρέσκα

Γιάννης Γιαννουλέας…Εκ Βαθέων

Πού είπες ότι πηγαίνεις; Κυψέλη;
Αν βρούμε κανέναν άλλον στο δρόμο, να τον πάρουμε;
Πού να βρούμε δηλαδή… Ερημιά… Δεν βλέπεις τι γίνεται; Δεν κυκλοφορεί
χρήμα… Ο κόσμος δεν έχει λεφτά…
Κι εμένα που με βλέπεις να δουλεύω ταξί, εγώ, που λες, είχα βιοτεχνία με
πλαστικά: ΝΙΚΟ-ΠΛΑΣ, δεν ξέρω αν έχεις ακουστά, ε, εγώ ήμουνα ο
ιδιοκτήτης…
Αλλά τα ‘χασα όλα. Στα χαρτιά…
Χώρισα και με τη γυναίκα μου. Με παράτησε δηλαδή. Ούτε ξέρω τι κάνει…
Τώρα είμαι στο τιμόνι. Εφτά χρόνια συμπληρώνω τον άλλο μήνα. Και δεν έχω
μία…
Πού να ‘χω δηλαδή. Τώρα τις δουλειές τις πήρανε οι Αλβανοί. Γέμισε ο τόπος.
Πάει ο Έλληνας να ζητήσει δουλειά, «πλήρες» σου λέει. Κι ο Αλβανός
δουλεύει. Έχουνε κάνει περιουσίες αυτοί. Είναι χωμένοι παντού. Έτσι όπως
στα λέω…
Δεν το πιστεύεις, ε; Λοιπόν, ένα πράγμα θα σου πω: Κοίτα στον Κορυδαλλό,
στις φυλακές ντε, οι πιο πολλοί εκεί μέσα είναι Αλβανοί! Όπου να γυρίσεις:
«Αλβανός»… Στα μέσα και τα έξω! Αλλά δεν είναι μόνο οι Αλβανοί. Ο άλλος
σου λέει λόγου χάρη «πολιτικός πρόσφυγας». Και τι με νοιάζει εμένα, κύριε, τι
είσαι εσύ! Ποιος ξέρει τι έκανες στη χώρα σου και σε κυνηγάνε – Πού πας ρε
έξυπνε; Έβγαλες φλας και πας να χωθείς; Άμα θέλω σ’ αφήνω! Οχι, δε θα
σ’αφήσω ρε… Κουνάει το κεφάλι του κιόλας… Να κατέβω κάτω να στο ανοίξω
το κεφάλι με το στυλιάρι… Έχω ένα στυλιάρι κάτω απ’ το κάθισμα γι’ αυτές τις
περιπτώσεις. Ούτε αστυνομία ούτε τίποτα- Λοιπόν τι λέγαμε; Δε θυμάμαι… Α,
ναι!
Έχουμε γεμίσει απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ! Άσπροι, μαύροι, κίτρινοι… Τι με
νοιάζει εμένα; Ακου να δεις, εγώ δουλεύω νύχτα και τα μάτια μου βλέπουν
πολλά… Λοιπόν, μια-δυο φορές την εβδομάδα, βλέπω τους αστυνομικούς που
κάνουνε «σκούπες» – τους μαζεύουνε και τους γυρίζουνε πίσω κακήν-κακώς.
Κι άμα κανένας πάει να κουνηθεί, πέφτει και το σχετικό μπερντάχι… Αν με
ρωτήσεις, καλά τους κάνουνε!
Χτες το βράδυ, 12.30 η ώρα ήτανε, δεν είχα δουλειά, καθόμουνα μες το ταξί
εδώ πιο κάτω στην πλατεία και περίμενα. Νάσου, που λες, ξαφνικά τέσσερις
κλούβες, πρέπει να μαζέψανε καμιά κατοσταριά – είναι στέκι εδώ, το ξέρει αυτό
η αστυνομία – δυο-τρεις το βάλανε στα πόδια, αλλά ο ένας που πιάσανε την
πλήρωσε και για τους υπόλοιπους…
Και θα σου πω κάτι ακόμα: Εγώ, δεν είμαι ρατσιστής! Εγώ είμαι της
εκκλησίας! «Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι ενώπιον του Θεού!» – Πού πας,
παιδάκι μου, τέτοια ώρα – έλα ‘δω να σου πω κάτι – πω ρε μάνα μου, το είδες
αυτό;-
Που λες, ο Έλληνας δεν είναι ρατσιστής – αλλά έρχονται λόγου χάρη οι
Μουσουλμάνοι και ζητάνε τζαμί. Δεν λέω, ελευθερία έχουμε, αλλά ο Έλληνας
είναι χριστιανός ορθόδοξος κι’ αυτά δεν τα σηκώνει. Θέλεις, κύριε, τζαμί; Να
πας στην Τουρκία! Εδώ είναι Ελλάδα και «πας μη Έλλην βάρβαρος». Να, καλά
τα λέει ο δημοσιογράφος: (δυναμώνει την ένταση στο ραδιόφωνο και πατάει
φρένο μπροστά στο κόκκινο φανάρι – ακούει με προσοχή) «…η χώρα μας είναι
παραδοσιακά η χώρα του Ξένιου Δία, της φιλοξενίας. Όμως σε λίγα χρόνια θα
είμαστε ξένοι στον ίδιο μας τον τόπο. Οι πόρτες μας είναι και οφείλουν να είναι
ανοιχτές στον κάθε εύπορο τουρίστα και την οικογένειά του αλλά δεν μπορεί
να γίνεται το ίδιο για όποιον έρχεται εδώ να βρει δουλειά…»
Γιατί μου δίνεις τα λεφτά; – Τι «εδώ καλά είναι;» – Δεν φτάσαμε Κυψέλη – Κύριε!
Ε, κύριε! Λείπουν ογδόντα δραχμές… Έλα πίσω ρε! Έλα πίσω ρε αν είσαι
άντρας! Παλιοαναρχικέ!

Πηγή: https://periodikotrypa.wordpress.com/