Φρέσκα

Η λαϊκή…μετά τις δύο

του Αλέξανδρου Χρηστομάνου

 

Μετά της δυο, η λαϊκή μας αλλάζει απότομα χρώμα, σαν τρομαγμένη σουπιά.

Όλα γίνονται σκούρο βαθύ προς το μαύρο.

Λίγα τελευταία πορτοκάλια στα μαύρα τους τελάρα, αναρωτιούνται αν τους αξίζει αυτός ο ευτελισμός.

Δεν αξιώθηκαν να πουληθούν εγκαίρως, όταν ήσαν κατακίτρινα, γεμάτo άρωμα.

Τώρα σαν να ντρέπονται.

Αλήθεια ποιος θα τα αγοράσει έτσι όπως κάθονται;

Στο ίδιο μαύρο τους χάλι είναι και τα αγγούρια, που αγγίχτηκαν τόσο πολύ.

«Έτσι αποξενώνεται ο κόσμος», λένε από μέσα τους, «Ύστερα από πολλά αγγίγματα…»

Τώρα είναι αδύνατον να αισθανθείς την μυρουδιά των φρούτων.

Την ατμόσφαιρα περιβάλει η έντονη μυρουδιά πικάντικων φαγητών, που έχουν απορροφήσει οι ενδυμασίες των μαύρων.

Το μαρούλι ευωδεί σαν ινδικό μπαχάρι.

Εκτός από λίγα μικρά μήλα που αποφάσισαν να αντιστέκονται.

Έχουν μέσα τους την μεγάλη ελπίδα πως θα πωληθούν.

Ξέρουν πως στο τέλος, κάποιος Αφγανός θα πλησιάσει να τα σώσει.

Κι’αν εκείνος τα αγνοήσει, κάποιος Ινδός η Αφρικανός, σίγουρα θα τα σηκώσει στα μαύρα του μπράτσα.

Έτσι είναι τα μήλα. Έχουν ελπίδα και την βγάζουν σε άρωμα.

Κι συ, αν για κάποιο α,β λόγο δεν πρόλαβες να κάνεις νωρίτερα την λαϊκή σου, και φτάνεις τούτη την μαύρη ώρα, φρόντισε για το καλό σου να φαίνεσαι μαύρος.

Όχι για τίποτα άλλο, αλλά έτσι θα παζαρεύεις καλύτερα.

«Βρε, κοίτα ένα γύφτο:» θα σου πουν, αν επιμένεις να είσαι ακόμη λευκός.

Στο μαύρο τι να πουν: Άσε που και τα τελευταία ζαρζαβατικά, μαραμένα στα μαύρα τους τελάρα, έτσι σε θεωρούν δικό τους…