Η Άννα και η άλλη
της Βασιλικής Δραγάτση
Θα μπορούσε να έχει οποιοδήποτε όνομα, αλλά ας την πούμε Άννα.
Σαν να την βλέπω με την τσάντα της, το φουτεράκι της και τα μαλλάκια της πίσω πιασμένα. Η πρώτη μαθήτρια της τάξης της, η πρώτη μαθήτρια όλου του σχολείου… Στα 14 της είχε πάρει όλα τα πρώτα πτυχία σε τρεις ξένες γλώσσες και στα 16 της τα ανώτερα… Βεβαίως, αρίστευε και στο πιάνο. Έκανε τόσο περήφανο τον διαπρεπή επιστήμονα μπαμπά της.
Όλοι οι δάσκαλοί της το ίδιο έλεγαν: «είναι υπεύθυνη, είναι ευφυής, είναι μελετηρή, έχει ήθος». Η αλήθεια είναι ότι πραγματικά ήταν καλό κορίτσι: στο εξαιρετικό ιδιωτικό σχολείο που πήγαινε, πρώτη διοργάνωνε εράνους για τα «φτωχά παιδάκια» κι έγραφε ωραίες εκθέσεις για την αξία του εθελοντισμού, εξάλλου στα περίφημα Πανεπιστήμια του εξωτερικού που είχε προγραμματιστεί να φοιτήσει κάτι τέτοια μετράνε πολύ. Είμαι βέβαιη ότι θα έβγαλε και τον λόγο των αποφοίτων, των seniors ή όπως αλλιώς τους λένε: μα τι ωραίος λόγος, συγκροτημένος σοβαρός, κι αυτή με τη φουστίτσα λίγο πιο κάτω από το γόνατο και τα μαλλάκια πίσω από τ’ αυτί…
Κι ύστερα θα πήγε σε κείνα τα Πανεπιστήμια με τα βαριά ονόματα και τους διάσημους αποφοίτους, εκείνα που ανατρέφουν εκείνους τους νέους «που γέρασαν για να φορέσουν ένα ματογυάλι’… Και πάλι την βλέπω με το μπλε ταγεράκι και τον χαρτοφύλακα από τα 18, να μελετάει ώρες ατελείωτες την επιστήμη της και να διακρίνεται και ο μπαμπάς της πάλι να καμαρώνει…
Κι ύστερα μετά από χρόνια να βγαίνει με εκείνο το παιδί που συνάντησε στο δεύτερο μεταπτυχιακό της σε άλλο πανεπιστήμιο, εκείνον τον νέο που σίγουρα θα ενέκρινε ο μπαμπάς της και μετά να κάνει τα παιδιά της και να είναι μια εξαιρετική νέα επιστήμονας…
Θα μπορούσε βέβαια και η Ιστορία να έχει γραφτεί αλλιώς: ας πούμε ένας στίχος, ένα ποίημα, μια σκηνή, μια νυχτερινή βόλτα στον Σηκουάνα να την είχαν κάνει να σηκώσει το βλέμμα από τα συγγράμματα, να πάει κάπου παραπέρα, να μην την νοιάζει τι θα πει ο διαπρεπής μπαμπάς της…
Θα μπορούσε όλο αυτό να είχε ξεκινήσει από τον τίτλο ενός βιβλίου: «Η ζωή είναι αλλού». Και να είχε κολλήσει σε κείνο τον τίτλο κι ας μην είχε διαβάσει ακόμα το βιβλίο (κι ας μην είναι το καλύτερο του Κούντερα). Ή ακόμα αν δεν είχε βιαστεί να φύγει στα ένδοξα Παρίσια να είχε συμφοιτητές κάποια «φτωχά παιδάκια» και ίσως να της άρεσε εκείνο το αγόρι που δεν προοριζόταν για καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, αλλά που θα λαχταρούσε τη ματιά του…
Τότε, όμως, θα ήταν κάποια άλλη, δεν θα μίλαγε ακόμα σαν το καλό κοριτσάκι που υπήρξε στα 16, θα ήταν κάποια για την οποία ο μπαμπάς της ίσως να μην ήταν τόσο περήφανος, αλλά εκείνη θα ήταν πολύ περήφανη για την ελευθερία που κατέκτησε με κόπο …. Και κείνη η άλλη τις Άννες αυτού του κόσμου τις λυπάται, γιατί είναι σαν τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης που όπως λέει και ο Σεφέρης, «δεν θα γνωρίσουν ποτέ το αεράκι που κατεβαίνει από την Κηφισιά¨, δεν θα γνωρίσουν ποτέ τίποτα, ούτε καν Ιστορία, και ούτε καν τι σημαίνουν οι λέξεις και θα τις χρησιμοποιούν σαν να βγάζουν ακόμα τον λόγο αποφοίτησης τους περιμένοντας το χειροκρότημα του διαπρεπούς μπαμπά τους…

©Antonio Mora. Where Dreams Will Take You