Ιστορίες πικάντικες κι’ αληθινές…Χριστούγεννα στο Κουκάκι
γράφεi o VIX
Πάνε χρόνια που έμενα στην Καλλιθέα. Η Καλλιθέα ήταν για μένα η πρωτεύουσα της πρωτεύουσας. Είχα τα πάντα γύρω μου. Από περίπτερα μέχρι σουπερμάρκετ και βουλκανιζατέρ. Εκείνη την εποχή ήμουν ο ευτυχής κάτοχος ενός ΧΤ-550. Είχαν βγει οι ΤΕΝΕΡΕ αλλά εμείς προτιμούσαμε το αλήτικο ΧΤ.
Ένα βράδυ, παραμονές Χριστουγέννων, επέστρεφα στο σπίτι. Θα βρεθώ στον παράδρομο της Συγγρού, για να στρίψω προς Δαβάκη. Βλέπω ένα χαμό από κόσμο και περιπολικά. Μπα, τρακάρισμα θα είναι. Αμ δε! Είναι έφοδος του Ηθών. Έχουν βγει να μαζέψουν τρανς κατευθείαν για το κρατητήριο. Μου την πέφτει μία και μου λέει «γρήγορα την κάνουμε». Ανεβαίνει στη μηχανή χωρίς να γνέψω καταφατικά. Κάνω αναστροφή και πάω αντίθετα στον παράδρομο της Συγγρού. Χώνομαι στα στενά και χανόμαστε. Σταματάμε στο Ελ – Πάσο. Που πάμε; της λέω. Πάμε στο καταφύγιο μου λέει. Τα ποτά είναι καθαρά και κερασμένα.
Φεύγουμε και πάμε σε ένα ταπεινό μπαράκι στο Κουκάκι. Το μαγαζί λιτό, γεμάτο τρανς και άλλους θαμώνες. Με συστήνει σε μία άλλη τρανς που ήταν στο μπαρ. Η μουσική παίζει δυνατά αλλά δίνονται εξηγήσεις για το τι έκανα πριν από λίγο. Τα ποτά κερασμένα μου λέει. Ότι γουστάρεις αγάπη μου γλυκιά. Θέλεις μία από μας, θέλεις κορίτσια, θέλεις αγόρια, εδώ είμαστε. Σε ευχαριστούμε πολύ. Ο DJ κάνει την αναγγελία στο μικρόφωνο. Είμαι ο κατά λάθος ήρωας της βραδιάς.
Τα ποτά έρχονταν πριν αδειάσουν τα ποτήρια. Ώσπου κάποια στιγμή έπρεπε να αδειάσω. Μετά βίας πάω μέχρι την πόρτα αλλά η ρημάδα δεν άνοιγε με τίποτα. Ξαναπάω στο μπαρ και ζητάω βοήθεια από την τρανς μπαργούμαν. «Κάτσε να ΄ρθει ο μασίστας» μου λέει. Πήγαμε μαζί και την ανοίξαμε με το ζόρι. Αδειάζω.
Το βράδυ πήγε τραίνο. Ποτά, τσιγάρα, πούρα και λογαριασμός μηδέν. Αλλά το δώρο μου περίμενε υπομονετικά μέχρι να φύγω. Ε ψιτ κύριος; Θα φύγουμε παρέα. Είμαι το κέρασμά σου πληρωμένο από μένα, γιατί το λέει η καρδιά σου. Ήταν η Μαρλέν. Γνωστή τύπισσα της Αθήνας, θηλυκό περιζήτητο και βαρβάτο. Μέσο ανάστημα, μακρύ μαλλί και τέλειες αναλογίες. Την πήγα στο εργένικο σπίτι. Ότι αλκοόλ υπήρχε στο σπίτι το ‘πιαμε.
Ξαναπήγα στο μπαράκι. Εκεί που ο κόσμος μίλαγε για αίσχη, εγώ έβλεπα ευπρέπεια. Είδα τρανς να ξηγιούνται πιο αντρικά από τα κουτσαβάκια της πλάκας. Τις γνώρισα όλες με το μικρό τους όνομα. Συζήτηση τρελή και στα Ελληνικά αλλά και στα καλιαρντά. Όταν δεν ήμουν καλά πήγαινα στο μπαρ. Ήταν το καταφύγιο μου. Τη Μαρλέν την ξαναείδα μία ακόμα φορά στη ζωή μου μετά από λίγα χρόνια. Με θυμόταν…
