Ιστορίες πικάντικες κι’ αληθινές…Ο ντε-κα-βε Γκουσγκούνης
γράφει ο VIX
Ένα από τα σταθερά μέλη της παρέας, ο Γιώργος, αγόρασε ένα αυτοκίνητο από το θείο του. Η τιμή 80.000 δρχ, το έτος 1985. Ήταν το δίπορτο δίχρονο, DKW της Auto Union, κατάμαυρο. Το χρώμα είχε εννέα στρώσεις ντούκο βαφής και κάμποσα στρώματα βερνίκι. Ήταν κλεισμένο σε γκαράζ για πολλά χρόνια χωρίς να το δει το φως του ήλιου. Σε άριστη κατάσταση.
Ο Γιώργος σαν οδηγός ήταν του τύπου, τι κάνεις Γιώργο – τράκαρα, σου απαντούσε. Πήγαμε παρέα να το παραλάβουμε. Όπως ήταν φυσικό δεν ήταν εξοικειωμένος με το αμάξι. Όταν χρειάστηκε να στρίψει σε στενό, διαπίστωσε ότι το τιμόνι δεν κόβει καθόλου. Το αποτέλεσμα ήταν να ανέβουμε στο γκαζόν του πάρκου. Σταματήσαμε και σκάσαμε από τα γέλια.
Το καταπληκτικό αμάξι θα αρχίσει σταδιακά να μετατρέπεται από καλοδιατηρημένη αντίκα σε χρέπι. Από ένα σημείο και μετά αποκαλούσαμε το αμάξι Γκουσγκούνη.
Οι πιο ένδοξες στιγμές του ήταν στη Ζάκυνθο. Η παρέα ήταν όλη εκεί. Πρώτη και τελευταία φορά που ήταν παρόντες όλοι. Δουλεύαμε σε ένα σκυλάδικο μιας φίλης. Ο Μήτσος ο γύφτος πολυτελείας έπινε ποτά. Βλέπεις το μαγαζί ήταν της αδερφής του. Ο Γιάννης ήταν στην κονσόλα. Ο Γιώργος ήταν στην γκαρνταρόμπα (δηλ, στα λουλούδια και στην παγομηχανή). Ο Γιώργος και ο άλλος Γιώργος ήταν γκαρσόνια. Ο Κώστας ήταν παρκαδόρος. Εγώ στα πλήκτρα. Οι υπόλοιποι της παρέας είχαν έρθει διακοπές. Τους δίναμε τσάμπα ποτά και δυο τρεις ντάνες πιάτα κάθε βράδυ. Τα ξημερώματα στις 3 τελείωνε το πρόγραμμα και μετά καπάκι στο Strada Marina για φαγητό. Βάζαμε μέσα τις τραγουδίστριες με τα μίνι τα σχιστά και μόλις έβγαιναν απο τ´ αμάξι έμεναν όλοι ξεροί. Οι τουρίστριες ζητούσαν να βγουν φωτογραφία με το αμάξι. Το αμάξι κι εμείς περάσαμε καλά στη Ζάκυνθο. Στο πάτωμα βρίσκαμε συνέχεια γυναικεία σκουλαρίκια και σκισμένα βρακιά. Βλέπεις, είμασταν η ασπρόμαυρη εκδοχή των νέων της γενιάς της έγχρωμης τηλεόρασης και του MTV. Είμασταν διαφορετικοί.
Η πορεία ήταν εντελώς πτωτική. Το πρώτο που χάλασε ήταν το κασετόφωνο. Η κασέτα έμεινε μέσα για πάντα. Συνέχεια αυτή ακούγαμε. Όταν πήγαμε Ζάκυνθο την ακούσαμε 5 φορές τουλάχιστον. Στη συνέχεια άρχισε να παίζει με λάθος ταχύτητα τα τραγούδια. Τα έπαιζε τόσο γρήγορα που νόμιζες ότι άκουγες κουνούπια. Ύστερα από λίγο συνέρχονταν και τούμπλαλιν. Η αρμοδιότητα του συνοδηγού ήταν να χειρίζεται το κασετόφωνο. Να το χτυπάει μπας και συνέρθει ή να χαμηλώνει την ένταση.
Το δεύτερο που χάλασε ή μάλλον αλλάξαμε, ήταν το ζιγκλέρ. Πηγαίνοντας για Κόρινθο στην ανηφόρα πριν τα Μέγαρα, ο Γιώργος πάταγε γκάζι άλλα μας προσπέρναγαν όλοι. Σταματάει στην άκρη και αλλάζει επί τόπου το ζιγκλέρ. Μετά απο την αναβάθμιση το αμάξι πήγαινε αλλά έκαιγε και τα άντερά του. Το παλιό ζιγκλέρ το πέταξε στα χωράφια.
Το τρίτο που χάλασε ήταν το καλοριφέρ . Το χειμώνα ήταν τραγική η κατάσταση. Στην προσπάθεια του να το φτιάξει ξήλωσε τα χειριστήρια απο το ταμπλό και τελικά έμεινε ένα κενό παραλληλόγραμμο, το οποίο θα αποδεικνυόταν στη συνέχεια χρήσιμο.
Μετά από λίγο καιρό χάλασε το χερούλι του παραθύρου. Φαγώθηκαν τα δόντια του και δεν μάγκωνε. Τότε ο Γιώργος σκέφτηκε την ιδέα να βγάλει το άλλο και να το κρεμάσει από το κενό που είπα πιο πάνω. Όποιος ήθελε να ανοίξει ή να κλείσει το παράθυρο, έπαιρνε το χερούλι από το ταμπλό, το κούμπωνε στην πόρτα, γύρναγε και μετά το έβαζε στη θέση του.
Ένα βράδυ είμασταν Εθνική Οδό απο Ν.Φιλαδέλφεια προς Αιγάλεω. Τραγουδούσε μια φίλη στο Ελιφάν δίπλα στο μπαρουτάδικο. Μας έπεσε η εξάτμιση στο δρόμο. Ούτε καν σταματήσαμε. Ακούσαμε το μεταλλικό θόρυβο με κυνισμό. Αφού βεβαιωθήκαμε ότι είμασταν ζωντανοί, άρχισε η καζούρα.
Μετά χάλασε η ζαπφόρ. Κάθε φόρα που πέφταμε σε λακκούβα ο κώλος του αυτοκινήτου χόρευε σαν πουτάνα. Σκέτη ζαλάδα το αμάξι.
Το τελευταίο χτύπημα ήταν ένα τρακάρισμα όπως αυτό στα κινούμενα σχέδια. Μια μέρα μπήκε με φόρα στο γκαράζ επειδή βρήκε την πόρτα ανοικτή. Εκείνη την στιγμή έβγαινε ο πατέρας του με το Sunbeam και τράκαραν μετωπικά. Πάει κι η μάσκα.
Η φθορά της φοβερής βαφής είχε αρχίσει να φαίνεται. Κατέθεσε πινακίδες και το πήρε ο Δήμος. Ο Γιώργος μετά αγόρασε μια κόκκινη πισωκίνητη Corolla SR με δεκατριάρες ζάντες και χαμηλό προφίλ στο λάστιχο. Το δούλεμα πήγε σύννεφο.
Είναι μερικές φορές που τα άψυχα πράγματα μας ενώνουν. Δεν μπορώ να θυμηθώ άδειο το DKW. Το θυμάμαι γεμάτο φίλους σε διάφορες κωμικές αλλά και δύσκολες στιγμές. Το DKW ήταν ο χώρος. Ένας χώρος cult, ανεμελιάς και βασάνων. Τα πάντα είχαν συμβεί στο σαλόνι του. Το DKW είναι το σύμβολο της ζωής. Ξεκίνησε λαμπερό και μοσχομύριζε με τα αρώματα που του κρέμαγε ο Γιώργος και κατέληξε να μυρίζει λάδια και αναθυμιάσεις βενζίνης. Το DKW μας έδειξε ένα πράγμα. Τη φθορά του χρόνου. Την οποία όμως αντιλαμβάνομαι τώρα.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη χαρά του Γιώργου όταν το πήρε. Ούτε τη λύπη του όταν το παράτησε. Ακόμα και σήμερα στεναχωριέται. Όπως κι εγώ στεναχωριέμαι. Όχι για το αμάξι. Αλλά για τις στιγμές που δεν πρόκειται να ξαναζήσω…
