Φρέσκα

Μεταξύ συνόρων

του Γιάννη Παπασταθόπουλου

Μεταξύ Τετάρτης και Παρασκευής, κανονικά μεσολαβεί το πολύ μία μέρα. Κατεβαίνοντας όμως στον Πειραιά, αισθάνεσαι πως ο χρόνος μετριέται σε μια τελείως διαφορετική κλίμακα από αυτή που καταλαβαίνεις. Είναι η πρώτη επίσημη ανακολουθία αντίληψης με πραγματικότητας. Έπεται η ανακολουθία μυαλού και ματιών. Το λιμάνι μοιάζει με παγωμένη εικόνα από τον κόσμο που χωροθετημένος όπως χθες και προχθές μοιάζει να έχει τις ίδιες ανάγκες όπως τις προάλλες, αλλά δεν…
Το βράδυ της Τετάρτης οι Ελβετοί μαγείρευαν στην αποθήκη που χρησιμοποιούνταν ως κουζίνα, η ανάγκη υποδοχής της εισερχόμενης βοήθειας ήταν μεγάλη και χρειάζονταν χέρια για τη φόρτωση του φορτηγού της Αλληλεγγύης με προορισμό το Ελληνικό και στη συνέχεια το άδειασμά του εκεί. Την Παρασκευή οι Ελβετοί είχαν φύγει, μάλλον για Ειδομένη, η αποθήκη ήταν μια αποθήκη που έπρεπε επειγόντως να μαζευτεί και να ταξινομηθεί το ασφυκτικά γεμάτο περιεχόμενό της για να δουλέψουν άνετα οι πρωινοί, ενώ προέκυψε και η ανάγκη για βραδινή παρουσία στις πύλες του λιμανιού, με νούμερα σκοπιάς που ξύπνησαν αναμνήσεις από μικρονιάτα και άλλες καλές εποχές μεγάλης δόξας. 12-4 τη νύχτα και 4-8 το πρωί. Όσο για τα φώτα που παρέμεναν ανοικτά μέρα και νύχτα μέσα στην αίθουσα που φιλοξενούσε τον κόσμο, ελπίζω μέχρι σήμερα να έχει λυθεί το θέμα από το Λιμενικό. Σκέφτομαι “σήμερα” με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που σε αντίστοιχες περιπτώσεις στις ταινίες, συνηθίζεται να γράφουν “Μερικά χρόνια αργότερα”.
Αναρωτιέμαι όταν θα ξαναπάω μεθαύριο, στο τί θα συναντήσω εκεί. Ποιές οι ανάγκες και αν θα είμαι έτοιμος ν’ ανταποκριθώ. Προσπαθώντας να κωδικοποιήσω κάποια απλά πράγματα, θα έλεγα προς το παρόν ότι σίγουρα χρειάζομαι μαζί μου ένα κοπίδι, μονωτική ταινία, φακό έχει ευτυχώς το κινητό, μαρκαδόρο και ίσως μια σφυρίχτρα. Δεν ξέρω να εξηγήσω τη χρησιμότητά τους ακριβώς στο πού και γιατί. Απλά είναι πράγματα που είτε αναζήτησα πολλές φορές τις λίγες ώρες που πέρασα εκεί είτε ευχήθηκα με ένταση να τα είχα όταν έπρεπε. Ίσως πάλι, την επόμενη φορά να χρειαστώ σε κάποια νυχτερινή φύλαξη, οπότε απαραίτητα είναι μόνο αναπτήρας, τσιγάρα και μουσική στο σιγανό όμως.
Με δεδομένο πως για κάποιο ανεξήγητο λόγο όταν είμαι στη προβλήτα ανεβάζω τουλάχιστον μία ταχύτητα στο σώμα μου όταν καταπιάνομαι με κάτι – μάλλον επειδή θέλω να προλάβω να κάνω όσο το δυνατόν πιο πολλά στον λιγότερο δυνατό χρόνο, μια ανάγκη να κάνω όσα περισσότερα μπορώ πριν χρειαστεί να φύγω – το μόνο που μοιάζει να μπορεί να με γειώσει σ’ αυτή την περίσταση αν χρειαστεί να πάρω μαζί μου μουσική για παρέα, είναι κομμάτια κι επιλογές μπλουζ.
Να ξεδιπλώνεται η σταθερότητα των 12 μουσικών μέτρων και να νοιώθω πως περπατάω πάνω στη μόνη γέφυρα που ενώνει την αχρονική κανονικότητα των δύο αυτών κόσμων, του μέσα και έξω από το λιμάνι, τόσο ίδιων και συγχρόνως τόσο διαφορετικών μεταξύ τους. Δύο κόσμων με άλλες προτεραιότητες και αγωνίες, που μοιάζουν να συναντιούνται στο κουκλάκι που περιμένει ξαπλωμένο να ξημερώσει για να γυρίσει στο παιχνίδι του, στα χέρια αυτού που το κράταγε. Στο παιδί. Εκεί απ’ όπου ξεκινήσαν όλα.