Σωτήρης Δημητρίου…«όλα είναι γλώσσα»
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα (αποσπάσματα)
…– «Νερό είναι ο άνθρωπος» μου είχες πει σε συνέντευξη για τα «Οπωροφόρα της Αθήνας». «Σαν το λίγο το νερό», μια άτυπη συνέχεια με τα «Οπωροφόρα»; Από την άποψη ότι και εδώ ο ήρωας είσαι εσύ, αλλά… νεκρός. Μόνο η ψυχή μας μπορεί να περιδιαβαίνει πια τον παράδεισο των παιδικών μας χρόνων;
– Συμφωνώ μ’ αυτό που λες, ότι μόνο δια της νοήσεως, ως ψυχή, κάνουμε ταξίδια- βουτιές. Μόνο δια της ψυχικής νοήσεως. Στην ηλικία της ανιδιοτέλειας και της εκπλήξεως. Μετά την παιδική ηλικία κάποιος έχει πει ότι όλα είναι επαναλήψεις. Στο πρώτο αρυτίδωτο νερό κάνουμε βουτιές μόνο δια της νοήσεως. Πάω εγώ στο χωριό μου με το σώμα μου το τωρινό, χρειάζεται ισχυρή φαντασία για να ενεργοποιήσεις την βουτιά στην παιδική σου ηλικία.
– Δεν είναι κάτι που μπορεί να επανέλθει κατά την γεροντική ηλικία; Από την άποψη ότι συνειδητοποιώντας πως η ζωή τελειώνει και το θαύμα της το αντιμετωπίζουμε με πιο ανοιχτά μάτια…
– Πραγματικά, στο μεσοδιάστημα από την παιδικότητα στην γεροντική ηλικία παλεύουμε να αποδείξουμε ότι είμαστε ικανοί πολεμιστές, να αφήσουμε τα «έχει» μας, τα ποικίλα «έχει» μας. Στην πραγματικότητα, γυμνοί γεννιόμαστε, χωρίς τίποτα, ούτε σκέψη, ούτε κατοχή, και στο τέλος, αν κάποιος δεν μας έντυνε για να μας θάψει, θα φεύγαμε πάλι γυμνοί. Είναι οι δυο πιο ανιδιοτελείς ηλικίες.
– Αν όμως σκεφτόμαστε αυτό που είχε πει ο Σικελιανός, τη ζωή μας ως «μια διαρκή πρόβα θανάτου», δεν θα συνέβαλε στο να μη χάναμε ποτέ το στοιχείο της εκπλήξεως;
– Θα βοηθούσε πάρα πολύ αλλά δεν μας επιτρέπεται. Οι νόμοι της κοινωνίας είναι τέτοιοι ώστε να μας εμποδίζεται αυτή η διαρκής παιδικότητα. Μας απαγορεύεται η εκπληκτική σχέση με τη ζωή. Μέσα από σχολεία, μέσα από την οικογένεια, μέσα από στρατούς, μέσα από εργοστάσια… κάτι έχει γίνει λάθος ή εκ του πονηρού και δυστυχώς ο καθένας μόνος του, με την προσωπική του ψυχική περιουσία, μπορεί να προσεγγίσει ωραίες στιγμές. Σίγουρα ο άνθρωπος μεγαλώνοντας ίσως προσεγγίζει την παιδικότητά του. Όχι όλοι, όμως, γιατί η κακή πάστα γίνεται χειρότερη και η καλή, γίνεται καλύτερη. Είναι θέμα χαρακτήρος.
– «Να πω μια μεγαλοστομία. Η γλώσσα για μένα είναι το παν. Υπάρχει αυτή και υπάρχει ο άνθρωπος, εν πολλοίς», μου έλεγες στην ίδια συνέντευξη. Στο βιβλίο «Σαν το λίγο το νερό», «όλα είναι γλώσσα»;
– Όπως σε κάθε βιβλίο μου, ναι, πολύ μεγάλη μέριμνα. Λέξη- λέξη, ψηφίδα- ψηφίδα, πραγματικά. Και σ’ αυτό έτι περισσότερο. Γιατί ειδικά σ’ αυτό το βιβλίο υπάρχει η σχέση «δια παντός», διότι είναι πεθαμένος ο άνθρωπος που τα διηγείται και δεν μπορεί να επέμβει στο γλωσσικό υλικό του αφού έχει πεθάνει! Δηλαδή είναι ένα ψυχολογικό παιχνίδι, πρέπει να είναι τέλεια η γλώσσα εδώ ως πεθαμένος. Είναι οριστικό αυτό το βιβλίο, συμβολικά οριστικό. Οπότε η μέριμνα ήταν πολύ πιο μεγάλη.
– «Μια γκρεμίνα απέραγη ήταν η ζωή μου αφ’ όντις έφυγα», έλεγε το παιδί της Αντώνως. Η δική σου ζωή;
– Παράλληλη. Το ίδιο. Δεν μπορεί να υπάρξει κατά μόνας ευτυχία. Δηλαδή έξω από μια μορφή καλοήθους συλλογικότητος δεν μπορεί το άτομο, είναι πολύ μικρό, πολύ ατελές. Κάτι θα του διαφεύγει. Κατ’ αρχάς με την επιλογή, κάθε στιγμή κάτι επιλέγει. Και κάθε στιγμή είναι δυσαρεστημένο, γιατί πάντα οι επιλογές είναι οι άλλες οι καλύτερες, αυτές που έχουμε εγκαταλείψει! Πάντα! Οπότε όσο λιγότερη βούληση έχει για ζωή και για ευτυχία μέσα στα συλλογικά σχήματα, τόσο πιο ευτυχισμένο είναι το άτομο. Δηλαδή, εγώ θεωρώ την ευτυχία ως ξεγνοιασιά, ως αμεριμνησία, ως μια επιλογή ζωής. Αν είχα μείνει στο χωριό και δεν είχα φύγει, θα είχα μια επιλογή την οποία θα είχα- θα είχε- ταυτίσει με την φύση, δεν θα εταλανίζετο… Διότι στην πόλη που πήγε, έχει εκατομμύρια επιλογές.
– Αν όμως η επιλογή του χωριού δεν ήταν η επιλογή σου;
– Δεν το ξέρεις!
– Το αισθάνεσαι!
– Καθόλου δεν το αισθάνεσαι, το θεωρείς φυσικό! Δεν θεωρώ ιδανική τη ζωή του χωριού, ουτοπία γράφω στο βιβλίο. Απλώς θεωρώ ότι έξω από το συλλογικό σχήμα, δεν υπάρχει ευτυχα κατά μόνας, δεν υπάρχει νησίδα ευτυχίας για ένα άτομο. Όσο πιο μακριά είναι από την επιδίωξη, τόσο πιο κοντά είναι στην ευτυχία. Μια μορφή ζωώδους υπάρξεως, χωρίς να είναι το μυαλό σε εντατική λειτουργία.
– Αφού τη νοσταλγείς τόσο εκείνη τη ζωή, γιατί τελικά έφυγες;
– Είμαστε αθύρματα, παιγνιδάκια στους μηχανισμούς. Οι δικοί μου έφυγαν απ’ το χωριό μετά το ‘50 γιατί υποτίθεται ήταν ο τόπος φτωχός! Μύθος! Παραμύθια! Ήθελαν να φύγουν! Τους γυάλισαν τα παιχνίδια της τεχνολογίας! Εγώ λοιπόν μπήκα σε σχολεία, μπήκα σε κατάσταση μόνιμης φιλοδοξίας των γονέων μου, να προχωρήσω να κάνω… Όλες οι ιδέες περί ατομικής ανόδου ήταν ετεροκαθορισμένες, δεν τις όρισα εγώ ο ίδιος… οι γονείς, το περιβάλλον, η γειτονιά, η τηλεόραση, οι εφημερίδες… και ήρθα στην Αθήνα ως μετανάστης εσωτερικός επειδή είχα την ατυχία να περάσω σε μια σχολή. Κάτι μου έφταιγε, ένοιωθα έξω από την κοιτίδα μου, έξω απ’ τα νερά μου, αλλά το συνειδητοποίησα πολύ αργότερα, ότι κακώς έφυγα από τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής. Ότι κακώς έκαναν οι δικοί μου, κακώς αφήσαμε τις εστίες μας. Κάτι που γίνεται και σήμερα. Βλέπεις κατά εκατομμύρια τους ανθρώπους να επιδιώκουν καλύτερες συνθήκες ζωής, αυτές οι καλύτερες συνθήκες ζωής είναι τελικά μεγάλη φενάκη. Είμαι σίγουρος ότι ο τόπος που γεννιούνται οι άνθρωποι… ας πούμε οι Αλβανοί, ήρθαν όλοι εδώ λιγνά παιδιά και χαρούμενοι, τραγουδούσαν τότε, γέλαγαν και τους βλέπεις τώρα πιο σκυθρωποί απ’ τους Έλληνες. Έκαναν περιουσίες αλλά χωρίς ούτε μια στιγμή αναπαύσεως.
– Κι ως «πεταλούδα» επιστρέφεις. Ολοκληρώνοντας και μια άτυπη τριλογία («Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου», «Τους τα λέει ο Θεός»). Είναι, τελικά, και μια επιστροφή το κάθε μας βιβλίο; Στα πιο δικά μας, τα πιο βαθιά, πιο μέσα;
– Με κάθε βιβλίο επιχειρούμε να πάμε ένα σκαλί πιο μέσα. Και χίλια χρόνια να είναι η ζωή και χίλια βιβλία να γράφαμε, το βάθος που πηγαίνουμε είναι χιλιοστό- χιλιοστό, στην επιφάνεια μένουμε ουσιαστικά εσαεί. Είναι η φύση της ζωής. Όσο μένουν αναπάντητα τα μεγάλα ερωτήματα της υπάρξεως, θα παραμείνουν και τα μικρά. Απλώς παρηγοριόμαστε οι συγγραφείς, όταν μορφοποιούμε το χάος. Μας ανακουφίζει αυτό. Δηλαδή, ψευδαίσθηση ανακουφίσεως. Αυτή η ερώτηση με πηγαίνει στο υπέροχο του Μπόρχες ότι κάθε βιβλίο πρέπει να είναι η περίληψη του προηγούμενου. Μεγάλη αλήθεια. Το μισό, το μισό, το μισό, να καταλήξεις όταν πεθάνεις σε μια σελίδα. Να πεις «αυτό είναι»! Με το κάθε βιβλίο προσπαθούμε πιο πολύ, πιο πολύ, πιο πολύ… προς το άρρητο, το αληθές! Ματαιοπονία!
– Και στο καινούργιο βιβλίο σου «Σαν το λίγο το νερό» όπως και στα «Οπωροφόρα των βιβλίων» τολμάς να είσαι ο αφηγητής και ο ήρωας, το υποκείμενο και το αντικείμενο. Αλλά εδώ ως… ψυχή να κάνεις πολύ σκληρή αυτοκριτική, γιατί θέλησες αυτό να το κάνεις;
– Γιατί έχω λίγο ψιλοβαρεθεί τα ψέματα που λένε οι άνθρωποι. Τι φοβούνται, αφού υπάρχει θάνατος. Τον φόβο έχω βαρεθεί, επίσης. Να εκτεθείς. Και ο πιο μεγάλος αμαρτωλός, σιγά τα αμαρτήματα! Φοβόμαστε ο ένας τον άλλον. Αυτό το έχω βαρεθεί. Πριν από πέντε χρόνια θα μου ήταν αδιανόητο να γράψω πολλά απ’ αυτά που γράφω. Φαίνεται, τελικά, έρχεται η στιγμή που λύνεσαι, που ξεφοβάσαι. Κι είναι κι ένα μάθημα παρηγοριάς, «τι φοβάστε, αφού η ζωή είναι δεδομένη, σύντομη»! Θα φοβηθείς 60,70 χρόνια; Λοιπόν; Ξαμολήσου! Τι θα σου κάνουνε! Και ήθελα και να ανακουφίσω και λίγο τους αναγνώστες, εκείνους που μ’ αγαπούν, να τους πω ότι αυτός πυ αγαπάτε είναι ενδεχομένως χειρότερος από σας! Κι από την άλλη μεριά είναι και ένα ξεκαθάρισμα του χωραφιού του προσωπικού μου και του συγγραφικού μου. Ήθελα να μπω πιο καθαρός στη λογοτεχνία. Αγαθόν το εξομολογείσθαι, λέει το ευαγγέλιο. Ήθελα να ξέρει με ποιον έχει να κάνει ο αναγνώστης. Βέβαια, μετά από αυτή την εξομολόγηση την πικρή, μου δίνεται η ευκαιρία και λέω εναντίον των ανθρώπων τα μύρια όσα! Ελεύθερα, όμως, γιατί πριν έχω φροντίσει να κατηγορήσω τον εαυτό μου. Δεν μπορεί κανείς να μου πει «ρε φίλε γιατί μας βρίζεις;» Έχω κατηγορήσει τον εαυτό μου χειρότερα!
– Σκέφτηκες καθόλου ότι εκτίθεσαι; Και ότι μπορεί αυτή η προσωπική περίπτωση να μην αφορά τον άλλον;
– Όχι, αυτό δεν το σκέφτηκα! Γιατί έχω μια ιδεοληψία, μια εμμονή όσον αφορά την ομοιότητα των ανθρώπων. Από μικρό παιδί νομίζω ότι οι άνθρωποι έχουν εννιά ομοιότητες και μια διαφορά και η διαφορά είναι επουσιώδης. Όλοι θέλουν ωραίες μέρες και ίσιες νύχτες, όλοι θέλουν γαλήνη, να μην πεινάνε, να μην κρυώνουν, να μη διψάνε, άντε κι αν είναι τυχεροί κι ένα χεράκι να τους συντροφεύει. Αλλ’ αυτό είναι δώρο της τύχης, δεν το ‘χουν οι άνθρωποι. Κι όσοι το ‘χουν, δεν το εκτιμάνε!
– Γιατί επέλεξες την απλή καθαρεύουσα και την χωριανική ντοπιολαλιά, αυτό που μιλάμε είναι δήθεν, μέτριο, απαξία;
– Εκεί πήγε μόνο του το χέρι, για να απαλύνω την κακή εντύπωση το έντυσα μ’ ένα ρούχο καλό, γλωσσικά. Ένα ρούχο, δηλαδή, επίσημο. Αυτή η εκφορά η επίσημη λίγο στα μάτια μου, στην ψυχή μου, ελάφρυνε την εξομολόγησή μου. Και την γενίκευσε ίσως, την έκανε από περίπτωση προσωπική, γενική παθολογία. Δεν ξέρω πως, οδηγήθηκα… Δεν θα μπορούσα να κάνω την εξομολόγηση ούτε στην καθημερινή γλώσσα, θα ήταν ευτελές μια ευτέλειά μου να την παρουσιάσω με ευτελή τρόπο. Και η δημώδης γλώσσα είναι η γλώσσα την οποία εκτιμώ και αγαπώ γιατί δεν προέκυψε μέσα από σχολεία κι από νόμους γραμματικούς, συντακτικούς, αλλά προέκυψε όπως προκύπτει το ρυάκι, απροόπτως. Χωρίς φόβο, χωρίς πάθος, μόνο με αγάπη. Στην ουσία δηλαδή είναι ένας αποχαιρετισμός γι’ αυτό είναι υβριδιακά δίπολο γλωσσικό και η μη σχολική γλώσσα και η βαθιά σχολική, όπως είναι το πρώτο μέρος.
– Τόλμησες κι άλλο, να αντιμετωπίσεις τους αριστερούς ως κοινούς εγκληματίες. Εντάξει, ειδικά στα χωριά ενδεχομένως έγιναν πολλά, αλλά υπάρχει και «η αλήθεια των άλλων», έτσι δεν είναι;
– Σύμφωνοι αλλά στα χωριά της Μουργκάνας που είχαν την εξουσία, αυτοί έκαναν το καλό και το κακό. Σε άλλο μέρος που είχαν την εξουσία οι δεξιοί, έκαναν αυτοί τέρατα. Εδώ μιλάω τώρα για τα χωριά της Μουργκάνας. Και κατά κάποιον τρόπο αποσιωπήθηκαν τα εγκλήματά τους. Διότι με ένα παράξενο τρόπο οι ηττημένοι νίκησαν στον πνευματικό χώρο. Και πάρα πολλές κρύπτες της ιστορίας είναι κρύπτες. Δεν το έκανα επειδή είμαι δεξιός, ο συγγραφέας δεν είναι ούτε αριστερός, ούτε δεξιός, ούτε κεντρώος, είναι πάνω απ’ αυτά. Ο συγγραφέας παρατηρεί. Ας μη βιαστούν, λοιπόν, να μου βάλουν ταμπέλα.
– Και γενικά σ’ αυτό το βιβλίο είναι πολύ η δική σου αλήθεια, όσον αφορά τη γλώσσα, την ιστορία, την πόλη και το χωριό… εδώ στην Αθήνα όλα είναι λήθη, είναι ψέμα;
– Δεν είναι αυτή ζωή για να μη γελιόμαστε, εδώ ζουν κατά μόνας. Όσο πιο πολλοί οι άνθρωποι, τόσο πιο μεγάλη μοναξιά. Το μόνο καλό στη μεγαλούπολη είναι αυτό το σιγοντάρισμα του ατομισμού, ότι δεν σε ελέγχει κανείς, δεν σε… αλλά αυτό μακροπρόθεσμα δεν είναι καλό. Διότι σου λείπει και η καλημέρα, δεν αποφορτίζεσαι. Άμα δεν μιλάς, δεν αποφορτίζεσαι. Μόνο οι συγγραφείς αποφορτίζονται. Αυτό που κάνουμε τώρα εμείς υπερβαίνει την αξία, εμπορικά. Συναντηθήκαμε, ομιλούμε, ανταλλάσσουμε, βγαίνει το φορτίο, δια της ομιλίας βγαίνει! Δεν μιλάνε εδώ οι άνθρωποι! Πόσοι μιλάνε μόνοι τους! Είναι φοβερό! Ή τα τηλέφωνα, έχουν πάρει φωτιά τα τηλέφωνα… Δεν είμαι εναντίον της Αθήνας…
– Και δεν θα μπορούσες, γιατί ειδικά σε σένα η Αθήνα έχει φερθεί τόσο καλά.
– Βέβαια!
– Εκτός κι αν έχεις ενοχές που έφυγες και τα εξιδανικεύεις όλα! Ή αν υπήρξες πολύ τυχερός και το χωριό σου ήταν Εδέμ!
– Όχι, δεν υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή Εδέμ! Υπερβάλω! Κάνω ουτοπία, συμφωνώ! Έχω μια πρόταση, έναν τρόπο ζωής, στηριγμένο σε κάτι που άκουσα για το χωριό και σε κάτι που ζω. Ρώτα έναν φαρμακοποιό, όμως, εδώ παίρνουν τα φάρμακα με τις χούφτες! Εκεί τουλάχιστον οι άνθρωποι κοιμόντουσαν!…
Αναδημοσίευση https://www.fractalart.gr/
