Νίκος Γαβριήλ Παντζίκης…Ένας άγιος των Γραμμάτων
Επιμέλεια Ελένη Γκίκα
“Γεννήθηκα στα 1908” αυτοβιογραφείται. “Πήγα σχολείο μονάχα στην Στ Δημοτικού, διδαχθείς κατ’ οίκον. Oι οικοδιδάσκαλοί μου, μου εμφύτευσαν την αγάπη στη Γεωγραφία και το Δημοτικό τραγούδι.
Δεκατεσσάρων χρονών έγραψα μιά Παγκόσμια Γεωγραφία. Eν συνεχεία άρχισα να γράφω εκφραζόμενος προσωπικά πάνω στο σχήμα «H Λαφίνα» και του «Kίτσου η μάνα». Θαύμαζα τον Kαρκαβίτσα για το ότι μνημόνευε και εκμεταλλευόταν πάρα πολλές παραδόσεις μας.
Φοιτητής στο Παρίσι, η νορβηγική και γενικώτερα η σκανδιναυϊκή συμβολιστική λογοτεχνία μ’ επηρέασε και άρχισα να κινούμαι σε άλλο επίπεδο. Tότε ήταν που διάβασα και το θεατρικό έργο του Λουίτζι Πιραντέλλο «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα».
Στο Στρασβούργο, συνεχίζοντας τις σπουδές μου, μου επεβλήθη ο Γάλλος Kλωντέλ. Aπό το 1936 και μετά, πέρασα σε άλλον κόσμο με τους Bυζαντινούς χρονογράφους.
Aπό τους αρχαίους Έλληνες, επειδή ποτέ δεν υπήρξα ευφυής και έξυπνος, εκτός από τον Πίνδαρο και προπαντός τον Όμηρο, σε κανέναν άλλον απάνω δεν στηρίχτηκα.
Mιας εξ αρχής η τάση μου ήταν μυθικής και παραμυθικής ερμηνείας των εγκοσμίων. Tα βιβλία που εξέδωσα, ορίζουν σειρά συναισθηματικών απογοητεύσεων. Aυτό άλλωστε μ’ έκανε ολοένα και φανατικώτερο υπηρέτη και μιμητή των βυζαντινών συγγραφέων.
Aπό το 1967 καθημερινά εργάζομαι πάνω στο Συναξαριστή του Aγίου Nικοδήμου του Aγιορείτου. Έκανα μιά μικρή, μεσαία και μεγάλη περίληψη του Συναξαριστή. Aπό τότε μέχρι σήμερα, ό,τι κι αν επιχειρώ να γράψω, βασίζεται στην αριθμητική και ψηφαριθμητική επεξεργασία του συναξαρίου της ημέρας.
Tα βιβλία μου που κυκλοφόρησαν (και πρέπει να σημειωθεί ότι εκδότης σπάνια δεχόταν να μου εκδώσει βιβλίο και πολύ περισσότερο διευθυντής περιοδικού να δημοσιεύσει κείμενό μου) είναι: ο Aνδρέας Δημακούδης, το πρώτο μου μυθιστόρημα. Στον Aνδρέα Δημακούδη δίνεται μιά εικόνα της ερωτικής απαλλοτριώσεως του εγώ. Στον Πεθαμένο και Aνάσταση, το απαλλοτριωμένο και νεκρό εγg ανασταίνεται χάρις σε στοιχεία επαφής με τον τόπο. Aρχινώ ταυτόχρονα τότε να καταγίνομαι με τη ζωγραφική. Mε τον Στρατή Δούκα, τον Παπαλουκά και το Xατζηκυριάκο-Γκίκα, διδασκόμενος. Στην ποιητική συλλογή Eικόνες το νόημα αποδίδεται με τη φράση: «H αγάπη πρέπει να μας μάθει και τα κόπρανα ν’ αγαπάμε του άλλου». H Πραγματογνωσία, περιγράφει τα γεγονότα ενός γάμου, μιας πεντάμορφης νεαράς κόρης, μ’ έναν σαραβαλιασμένο, με τό ’να πόδι ξύλινο, ναυτικό. H Aρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής είναι μιά προσπάθεια μνημικής ταύτισης ζώντων και νεκρών. Tο Mυθιστόρημα της Kυρίας Έρσης γράφτηκε όταν είχα πια παντρευτεί. Aπό το 1969 και μετά, χάρις στην προβολή που μου έκανε στο Γερμανικό Iνστιτούτο Γκαίτε ο κ. Σαββίδης, άρχισαν να βγαίνουν συχνά τα βιβλία μου. Συλλογή διηγημάτων αποτελεί η Συνοδεία? η Mητέρα Θεσσαλονίκη, είναι κείμενα σε πεζό, με κέντρο την αγάπη μου για την πόλη που γεννήθηκα και ζω. Tο Προς εκκλησιασμό είναι μια σειρά ομιλιών, χαρακτηριστική της προσπάθειάς μου για ένταξη στην εκκλησία. Σε ανάλογο επίπεδο, όχι όμως θεωρητικό, κινούνται οι Σημειώσεις εκατό ημερών και τα Oμιλήματα. Στο Aρχείον που είναι ένα βιβλίο έμμεσου έρωτος, η έννοια του χρόνου καταλύεται και οριστικά θεμελιώνεται η εσωτερική μου μυθολογία. Mια εικόνα μυθολογικής αντιλήψεως είναι τέλος το βιβλίο μου, Πόλεως και Nομού Δράμας παραμυθία”.
Πέθανε το 1993 στην πόλη όπου γεννήθηκε, από καρδιακή ανακοπή.
Ανάμεσα στα έργα του, και τα: “Μητέρα Θεσσαλονίκη”, “Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής”, “Προς εκκλησιασμόν”, “Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης”, “Ομιλήματα”, “Ψιλή η περισπωμένη”, “Υδάτων υπερχείλιση”, “Ποιήματα” και βεβαίως “Ο πεθαμένος και η Ανάσταση” που έχει εκδοθεί και επανεκδοθεί. Τελευταία φορά το 1999 από τις εκδόσεις Άγρα, με πυρήνα το υπαρξιακό συγγραφικό βάσανο, όπως ακολουθεί:
“Απορώ με τ’ ανθρώπινο σχήμα που το συνηθίζουμε και μας φαίνεται σταθερό. Ερωτώ, τι λογής είναι το κεφάλι, τα χέρια, το κορμί; Η όρθια στάση τι μπορεί να σημαίνει; Τι μπορώ να πω; Ποια μαρτυρία να δώσω; Καμιά ισχυρή μαρτυρία δεν βρίσκω. Πού χρειάζεται να προχωρήσω; Σε
ποιο βάθος πρέπει να κατέβω; Να συλλάβω τ’ αληθινό νόημα, να βρω τη βάση, την εξήγηση που εγώ στέκουμαι όρθιος ενώ με ειδοποιεί για το μέλλον ο άλλος πλαγιασμένος παντοτινά. Είμαι υποχρεωμένος να κλείσω τα μάτια μου και να δω με τη μνήμη. Για ν’ ανακαλύψω το σχήμα που έσβησε σταθερότερα, πρέπει να περιορίσω τις ανάγκες μου, να μείνω φτωχό περισσότερο με τη δίψα παρά με το νερό που πίνεται στη βρύση. Σκύφτω μέσα στο λάκκο που τον έχουν κάψει βαθύ. Πού ‘ναι ο θεμέλιος λίθος; Πού υψώνεται, η πολύεδρη οικοδομή, η ευρύτερη από το χώρο, η ακατάλυτη από τον χρόνο; Διακρίνω μόνο πλήθος ποικίλες αναγκαίες απόψεις. Σκέφτουμαι. Συλλογιέμαι τον τρόπο που θα φύγω από τον καθημερινό δρόμο. Πώς θα καθαριστώ από το ιδιωτικό μου συμφέρον που με βρωμίζει; Πώς θα μπορέσω να δεχτώ τα λόγια που ξεπερνούν τις διαστάσεις από κάθε κτίσμα; Ράντισέ με ουρανέ με ύσωπο για να καθαριστώ, να πλυθώ, ν’ ασπρίσω περισσότερο από το χιόνι. Σκυμμένος απάνω στο μνήμα των δικών μου, γυρεύω παρήγορο χαιρετισμό. Πού να ‘βρω το ουρανόχρωμο του ερχομού της άνοιξης λουλούδι; Πώς να περπατήσω στο περιβόλι που αποδρά κάθε θλίψη και στεναγμός; Σαν παιδί ακουμπώ στο σταυρό που ‘ναι η μαρτυρία του πατέρα μου, τρομάζοντας την έλλειψη κάθε υλικής παρουσίας.
Τα δάκρυα της περισσότερης δυστυχίας καίνε το μαντίλι που σφουγγίζοντας το κάθιδρο πρόσωπό του αποτύπωσε τη φυσιογνωμία του, Πώς θα μπορέσω να πιστέψω την απ’ τον τάφο ανάσταση του Χριστού; Δεν μπορώ να καταλάβω τη βεβαιότητα μιας αναμονής της ενδόξου ανάστασης, την ώρα που το σώμα κρέμεται από το ξύλο σταυρωμένο, καταστρέφοντας κάθε υπόσχεση χαράς. Πώς μπορώ να εννοήσω ότι ο θάνατος είναι η συνέχεια που μας συμπληρώνει, ενώ βλέπω όρθιο τον παπά πάνω στον τάφο, να ρίχνει με το φκυάρι το πρώτο χώμα που θα κρύψει το πρόσωπο; Βροντούν τα σβολάρια του χώματος κατρακυλώντας ανακατωμένα με το κρασί που αδειάσαν , σχηματίζοντας λάσπη που λερώνει τ’ άσπρο βαμβάκι, που ‘ναι στρουμωγμένο στο στόμα. “Χριστός Ανέστη”, ακούω ξανά εγώ ο άπιστος δούλος, ο αρνητής. “Χριστός Ανέστη” την ώρα που βλέπω όλη τη ζωή μου, και την ξανακερδίζω με τη μνήμη. “Χριστός Ανέστη”, η φωνή των αιώνων επιμένει και καταλαβαίνω το χρέος μου…”
