Ο «Θρήνος» του Κ. Παρθένη
‘Οταν ο Κωνσταντίνος Παρθένης το 1917 ιστορούσε τον Θρήνο της Παναγιάς και την άκρατη θλίψη της σε τόνους μπλε και ύφος Σεζάν, κανείς δεν φανταζόταν πως ο σπουδαίος αυτός ζωγράφος θα άνοιγε πρώτος το διάλογο με τη βυζαντινή τέχνη.
Εναν διάλογο που συνέχισαν ο Φώτης Κόντογλου και οι κορυφαίοι καλλιτέχνες της γενιάς του ’30, Σπύρος
Παπαλουκάς, Νίκος Εγγονόπουλος, Γιάννης Τσαρούχης, Πολύκλειτος Ρέγκος, Σπύρος Βασιλείου και Αγήνορας
Αστεριάδης, φιλοτεχνώντας έργα που έχουν δεχθεί μυριάδες προσευχές και μοσχοβολούν λιβάνι.
Πατριάρχης σε αυτό, στα εικαστικά, μπορεί να θεωρηθεί ο Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967), «γιατί στο έργο
του συντελείται για πρώτη φορά η ενσυνείδητη αφομοίωση της βυζαντινής τέχνης», όπως λέει η Ιωάννα
Αλεξανδρή. Ο κοσμοπολίτης ζωγράφος από την Αλεξάνδρεια, που μαθήτευσε στο πλευρό του συμβολιστή
μυστικιστή ζωγράφου Καρλ Βίλελμ Ντίφενμπαχ στα τέλη του 19ου αιώνα στην Αυστρία, που έζησε και εργάστηκε
στη Βιέννη και στο Παρίσι από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, υιοθέτησε βυζαντινούς τύπους σε έργα που
ενσωματώνουν τα ευρωπαϊκά ρεύματα συμβολισμού και φοβισμού. Το διακρίνει κανείς στον «Θρήνο» της
Παναγιάς, στην κατά Παρθένη «Αποκαθήλωση».
Ως καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών για δύο δεκαετίες (1929-1947) μπολιάζει τους μαθητές του με τα
διδάγματα της βυζαντινής τέχνης «γιατί είναι η πιο κοντινή σε μας μορφή της ελληνικής τέχνης» και γιατί «είναι
καθήκον, ιδιαίτερα για κάθε Έλληνα καλλιτέχνη, να υπακούσει στα κελεύσματά της και να πειθαρχήσει στις
υποδείξεις της», όπως τον άκουγε να λέει στη δεκαετία του 1930 ο μαθητής του Ν. Εγγονόπουλος.
Ν. ΚΟΝΤΡΑΡΟΥ-ΡΑΣΣΙΑ
