Φρέσκα

«Βόρεια της Θεσσαλίας»

του Αργύρη Νικολάου.

-Ούτε ξέρω πως βρέθηκε στη βιβλιοθήκη μου, λέει και το παίζει στα χέρια του, πάρ’ το, συνεχίζει, έχει ωραίες ιστορίες, στιβαρές, από τη Βόρεια Θεσσαλία. Ο συγγραφέας του είναι δάσκαλος από την Άκρη Ελασσόνας. Θανάσης Παπαμαργαρίτης το όνομά του.

Το παίρνω στο σπίτι κι αρχίζω την ανάγνωσή του. Όντως, μικρές, ωραίες ιστορίες με συχνές αναφορές στις γραφές και στους κλασσικούς. Το πράμα καλά κυλούσε ώσπου έφτασα σε μια ιστορία με ένα παλληκαράκι που έδενε άριστα το χρήμα και την ομορφιά και το σπουδαιότερο το διέθετε παντού χωρίς τσιγκουνιά.

Με μια φλορέτα γύριζε όλα τα τριγύρω χωριά και συδαύλιζε τη φήμη του. Τα κορίτσια βγαίνανε τάχα για να πάρουν αέρα, τάχα για να ξεπιαστούν. Εκείνος διασκέδαζε μ’ όλα αυτά, περιοριζόταν στο να κάνει δεξιοτεχνίες μπροστά τους και να σηκώνει σκόνη.

Σε μια βόλτα όμως το βλέμμα του έπεσε σε μια χρυσομάλλα με απαράμιλλη ομορφιά, «τέτοια που ούτε ο Όμηρος, θαρρώ, είχε ποτέ εξιστορήσει», σ’ ένα κορίτσι που κάθονταν στο καφενείο περιτριγυρισμένο από τις φίλες της.

Και να αυτός που ταπείνωσε τόσες φορές τον έρωτα τώρα πρόσπεφτε στα γόνατά του σαν ικέτης. Εκείνη τη μέρα δεν μπόρεσε να την πλησιάσει.

Πήγε την επομένη και δεν τη βρήκε.

Τη μεθεπομένη ρώτησε και της έδειξαν το σπίτι της. Τη βρήκε να κάθεται στο λουλουδιασμένο του μπαλκόνι.

Της εξομολογήθηκε σαν άλλος Ρωμαίος τον έρωτά του και πως θα έκανε τα πάντα για την αγάπη του.

-Ακόμα κι αν αυτή πάσχει από παραλυσία των κάτω άκρων; Του απάντησε εκείνη επιθετικά και αναμέρισε από μπρος της τα λουλούδια για να δει το αναπηρικό της καροτσάκι.

Το παλληκάρι, γράφει ο συγγραφέας, τότες, δεν μίλησε. Εδώ και τρεις βδομάδες δεν μιλιέται. Στον παγωμένο ωκεανό της ματιάς του ο Ανδρέας Καρμίκος, ο μπαμπάς του, που να διακρίνει πως έδρασε η αυτοάμυνα και να αντιληφθεί την απελπισία του…

Εκεί πάνω το βιβλίο έπεσε από τα χέρια μου. Είχα κι εγώ μια παρόμοια εμπειρία στο Παρίσι κι, αν και δεν ήμουν παλληκαράκι, ίδια αντέδρασα…