Φρέσκα

Οι πόρνες της Θεσσαλονίκης… Νο 1

της Βιτάλια Ζίμμερ

Δεν μπορείς να μάθεις κάτι από μόνος σου εύκολα. Ο μιμητισμός είναι χρήσιμος. Μιμείσαι τον πρωτομάστορα και μαθαίνεις την τέχνη. Εάν ξεκινούσες μόνος από την αρχή, θα χρειάζονταν τετραπλάσιος χρόνος για να φτάσεις στο ίδιο επίπεδο. Έτσι κι η μαμά. Για να μου πλέξει το πουλόβερ ζήτησε βοήθεια από κάποια γειτόνισσα. Την κυρία Βάσω. Η κυρία Βάσω ήταν μία θλιμμένη κάτοικος του 1ου ορόφου της καφέ πολυκατοικίας μας, κάπου ανάμεσα στον Άγιο Δημήτριο και τη Ροτόντα. Ήταν πρώην πόρνη σε οίκο ανοχής. Μέχρι που μπήκε μέσα κάποιος από το χωριό της και εγκατέλειψε το επάγγελμα. Ήταν από την θλιμμένη γκρίζα Δυτική Μακεδονία. Φορούσε μόνιμα ένα μενταγιόν και το μαλλί της ήταν πλατινέ. Το μενταγιόν είχε μία πράσινη πέτρα και από πίσω ήταν η μικροσκοπική βυζαντινή ζωγραφιά του Αγίου Χριστόφορου. Τη θυμάμαι όταν ήμουν μικρή. Είχε πάντα μαζί της ένα μπουκαλάκι άρωμα και με ράντιζε με αυτό. “Οι γυναίκες Ασλάνα μου, πρέπει να μυρίζουν όμορφα.” Ήταν πολύ τρυφερή μαζί μου. Από την πρώτη μέρα μέχρι και την τελευταία φορά που την είδα. Δεν είχε κάνει παιδιά και ο μόνος συγγενής της επόμενης γενιάς, ήταν ένας ανιψιός που είχε μεταναστεύσει στο Λεβερκούζεν της Γερμανίας. Δούλευε στη φάμπρικα και ήταν και ψάλτης. Δεν μας είχε πει για κανέναν άλλον.

 

Το 2013, την επισκέφτηκα στο σπίτι της. Ήταν ακριβώς η ίδια. Μαλλί πλατινέ και ο Άγιος Χριστόφορος στο στέρνο της. Πήρε το κουτί με τα βουτήματα, το άνοιξε και με σέρβιρε έναν περιποιημένο ελληνικό καφέ. Στο πλάι το πιατάκι με δύο βουτήματα. Ο αστραφτερός δίσκος με το σεμεδάκι βγήκε από το ντουλάπι που περίμενε καρτερικά τον κατάλληλο επίσημο επισκέπτη.  Όλα συμβαίνουν στο σαλόνι. Όχι στην κουζίνα όπως παλιά. Η κυρία Βάσω μου εξέφρασε τις ευχαριστίες για την απρόσμενη επίσκεψη. Το κλίμα της συζήτησης ήταν συγκινητικό. Μέχρι που ακούω το παράπονο.
\

“Έχω έναν ανιψιό στο Γερμανία. Εκεί στο Λεβερκούζεν. Ο Πασχάλης μου. Είναι καλός. Πολύ καλός το αγόρι μου. Μου στέλνει και μηνιάτικο κι έτσι τα βγάζω πέρα. Θα με πάρει και τηλέφωνο. Μια φορά τη βδομάδα ίσως και πιο αραιά. Μα όταν του γράφω γράμμα ποτέ δεν με απαντά. Πού να προλάβει δαύτος. Δουλεύει πολύ το αγόρι μου. Το τηλεφώνημα είναι καλό. Μα το γράμμα είναι αλλιώτικο. Το γράμμα μπορείς να το διαβάσεις και να το φυλάξεις. Κι άμα δεν είσαι καλά, το ανοίγεις και το ξαναδιαβάζεις. Το τηλεφώνημα είναι μια κι όξω. Αλλά παράπονο δεν έχω. Ο Πασχάλης είναι καλό παιδί. Ας τον έχει καλά η Παναγία εκεί που είναι.”

 

Της μεταφέρω τη δυσάρεστη είδηση, ότι η μαμά πέθανε. Όταν με ρώτησε τι κάνει η Αντριάνα, της είπα ότι πέθανε πριν δύο μήνες. Βούρκωσε κι αυτή κι εγώ. Ήρθε με φίλησε όπως μια μάνα. “Ασλάνα μου πολύ λυπήθηκα τώρα. Από τη μια μου δίνεις τη χαρά και από την άλλη μου την τραβάς ξωπίσω. Μακάρι ο Άγιος Χριστόφορος να σε έχει καλά, συ που συνέχεια ταξιδεύεις.”

 

Της ζήτησα τα στοιχεία του Πασχάλη. Μου έδωσε ένα χαρτάκι που είχε πρόχειρο σε ένα τασάκι. Ήταν πάνω στο μπουφέ. Το τασάκι είχε διάφορα άσχετα πράγματα μέσα. Ένα κλειδί για την εξαέρωση του καλοριφέρ. Ένα μολυβάκι. Μία κάρτα ενός υδραυλικού. Και πολλά χαρτάκια με ονόματα και τηλέφωνα. Αντέγραψα τα στοιχεία του Πασχάλη, στα δικά μου χαρτάκια και το φύλαξα. Της έδωσα το δικό μου τηλέφωνο στο σπίτι μου. Λίγοι το έχουν.

“Για ότι χρειαστείς θα με ενοχλήσεις. Υπάρχει άνθρωπος που το σηκώνει. Εκείνος θα με βρει.”

Δεν με πήρε ποτέ τηλέφωνο. Μα μια μέρα το 2016, το τηλέφωνο χτύπησε. “Την κυρία Ασλάνα … τη Βιτάλια”. Ήταν ο γείτονας. Βρήκε ένα χαρτάκι που έγραφε να με πάρουν τηλέφωνο αν πεθάνει. Ξεκινάει ο αγώνας δρόμου. Να βρω τον Πασχάλη. Στάθηκε αδύνατο. Πρέπει να φύγω εκτάκτως για Θεσσαλονίκη. Είναι καλοκαίρι και δυσκολεύομαι πολύ να φτάσω έγκαιρα. Είτε απευθείας είτε transit. Δεν θα τα καταφέρω να φτάσω πριν την τελετή. Δεν θα παραστώ δυστυχώς. Διπλό το χρέος τώρα. Ένα για το πουλόβερ κι ένα για την απουσία.

 

Χειμώνας 2018. Με αφορμή ένα άλλο περιστατικό στη Θεσσαλονίκη, ανακινώ το θέμα του Πασχάλη. Θα καταφέρω να τον βρω αυτή τη φορά. Θα μιλήσουμε στο τηλέφωνο και θα ορίσουμε συνάντηση στο Λεβερκούζεν που ζει μόνιμα. Στη συνάντηση, του μετέφερα το παράπονο της θείας του. Ένα γράμμα. Θα του βάλω και ένα δύσκολο. Ένα κενοτάφιο στο χωριό της. Το στίγμα της πόρνης δεν την άφησε να πάει ποτέ ξανά στον τόπο της. Πρέπει να γυρίσει, του είπα. Και να γράψεις ένα γράμμα να το βάλεις στον τάφο της. Ο Πασχάλης το έπραξε.

 

Ο κύκλος έκλεισε, ο ανιψιός απάντησε… “…αγαπημένη μου θεία, είσαι ότι πολυτιμότερο έχω. …. Σ’ αγαπώ…. Ο Πασχάλης σου.”