What a wonderful world
της Μαριαλένας Γκογκίδη
Όταν ακόμα μάθαινα να διαβάζω έμπαινα με συνοπτικές διαδικασίες σε ένα λεωφορείο, με τη βοήθεια μιας γλυκιάς κοπέλας που έλεγε χαμογελαστά κάθε πρωί «καλημέρα». Κάποιος κύριος που με έναν μαγικό τρόπο μας μετέφερε από το σπίτι στο σχολείο είχε εμμονή με τις κασέτες. Τον φώναζαν οδηγό.
Τον παρατηρούσα πώς τις άλλαζε κάθε φορά που τον έπιανε φανάρι. Ακούγονταν κάτι πονεμένα λόγια, δεν καταλάβαινα πολλά. Κάποιος κύριος έκλαιγε για μια χαμένη αγάπη, μια άλλη κυρία ψιθύριζε λόγια τρυφερά, ένας άλλος ζήλευε, κάποιος τρίτος ήθελε να κάνει φόνο.
«Τι είναι ο φόνος; Ποιοι είναι αυτοί οι άγνωστοι που ακούω μονάχα τη φωνή τους;»
Σε όλη τη διαδρομή ένιωθα το σώμα μου να τρέμει. Ειλικρινά δεν έκανα τίποτε ούτε είχα άγχος ούτε καν μου έλειπε το σπίτι μου. Θυμάμαι να απολαμβάνω τη διαδρομή, να κοιτάω έξω από το παράθυρο τα ελάχιστα δέντρα που επιβίωναν μέσα στον βάρβαρο περιφερειακό δρόμο. Πόσο θα ήθελα αυτός ο δρόμος να έχει περισσότερα δέντρα.
Δεν ήθελα να τελειώσει, κάποιες φορές όταν μια μουσική με συνέπαιρνε, παρακαλούσα μέσα μου να μην αλλάξει κασέτα ο κύριος που τον φώναζαν οδηγό. Σιγά σιγά ξεκίνησα να σιγομιλώ, ακολουθούσα το ρυθμό, τον ήχο που έβγαινε από τα σκουριασμένα ηχεία, προσπαθούσα να απομνημονεύσω τα λόγια και το κατάφερνα καλύτερα από ό,τι μάθαινα την ιστορία ή τα θρησκευτικά, στην τελική είχαν περισσότερο ενδιαφέρον, έκαναν το σώμα μου να χορεύει, να πάλλεται. Ψηλάφιζα τα τοιχώματα του λεωφορείου, να παρατηρήσω από πού έρχεται αυτός ο παλμός.
Το κορίτσι που καθόταν συνήθως δίπλα μου με κοιτούσε πλέον παράξενα, με μάτια ορθάνοιχτα. Δεν μου μίλησε ποτέ, δεν έμαθα ποτέ αν τις άρεσε αυτό που άκουγε, το πρωτόγονό μου τραγούδι, αν με φοβόταν ή αν επιθυμούσε διακαώς να αλλάξει θέση. Δεν τηςς έδινα σημασία.
Τα υπόλοιπα παιδιά έπαιζαν με τις κάρτες τους, όταν μεγαλώσαμε λίγο, τις επόμενες χρονιές, έφεραν μαζί τους κάτι μικρές συσκευές, άσπρες και γκρι, ήταν σαν μικρές τηλεοράσεις. Δε με φώναξαν ποτέ να συμμετάσχω στον ψηφιακό τους κόσμο, αλλά δεν το ζήτησα και ποτέ.
Ο κύριος με το μαγικό όχημα εξακολουθούσε με τα χρόνια, με τις ρυτίδες και τα άσπρα μαλλιά να βάζει τις ίδιες κασέτες. Κάποια στιγμή ακούστηκαν ξένα λόγια, αγγλικά. Έβγαλα ένα τετράδιο και ένα μολύβι, σημείωσα – με ελληνικούς χαρακτήρες πάντα- ό,τι μπορούσα να πιάσω από τους ήχους.
« Γουάτ ε …γουόρλν».
Δεν το έπιασα όλο. Έμαθα από τον μπαμπά πως σε ένα τραγούδι αυτά τα λόγια που επαναλαμβάνονται πολλές φορές ονομάζονται ρεφρέν.
«Γιατί ρωτάς;» μου είπε ξαφνιασμένος, δεν είχαμε μιλήσει ποτέ για τραγούδια. Έως τότε μου είχε μάθει να κάνω ποδήλατο και κάποιες αριθμητικές πράξεις, δεν είχαμε μιλήσει για άλλα πράγματα. Ίσως λίγο και για το ψάρεμα. Απέφυγα να του απαντήσω, γύρισα στο δωμάτιο, έκλεισα την πόρτα και τα μάτια μου. Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ, να θυμηθώ ή έστω να επινοήσω τη λέξη που μου διέφευγε. Ήταν αδύνατον.
Την άλλη μέρα επέστρεψα στο μαγικό όχημα, ανέβηκα δύο σκαλοπάτια, στάθηκα μπροστά στον γνώριμο κύριο με τις κασέτες.
«Καλημέρα»
«Γεια σου ομορφιά μου!»
Δίστασα για λίγα δευτερόλεπτα, μα ήταν αδύνατον να παραμείνω έτσι, έπρεπε κάτι να πω, να ζητήσω μια βοήθεια.
«Θα μου κάνετε μια χάρη;»
«Πες μου πουλάκι μου.»
«Θέλω να βάλετε εκείνη την κασέτα με τα ξένα.»
Χαμογέλασε, μου έκλεισε το μάτι, μου έκανε σήμα να περάσω μέσα. Κάθισα αναπαυτικά, έβγαλα το τετράδιό μου, περίμενα με κλειστά τα μάτια, δεν έδωσα σημασία σε κανέναν μέσα στο λεωφορείο, αισθανόμουν όλο τον χώρο τριγύρω δικό μου. Όπως πάντα, στεκόμουν μόνη, βυθισμένη στον κόσμο μου, τους κυρίους και τις κυρίες που έκλαιγαν από τα ηχεία του λεωφορείου, τα λίγα δέντρα, εκείνους τους παραπονεμένους φίλους του δρόμου.
Πέρασαν λίγα λεπτά, επιτέλους μας έπιασε το φανάρι. Έβγαλα το κεφάλι προς τα έξω, είδα την κίνηση, το μηχάνημα έφαγε μια μαύρη κασέτα. Ο οδηγός γύρισε, με κοίταξε, μου ξανάκλεισε το μάτι. Έσφιξα το μολύβι στα μικρά μου δάχτυλα. Επιτέλους, ξεκίνησε το κομμάτι εκείνο.
«Γουάτ ε γουόντερφουλ γουόρλντ».
Κάθε πρωί, για κάποια χρόνια ακόμα, στο πρώτο φανάρι έμπαινε αυτή η κασέτα. Άλλοτε με περίμενε να ανέβω τα σκαλοπάτια και ξεκινούσε αμέσως. Κάθε πρωί το ίδιο κλείσιμο του ματιού, η ίδια παρότρυνση να πάρω θέση. Κάθε πρωί…
