Οδοιπορικό στο πατρικό
του Μιχάλη Δήμα
Πέμπτη 7 Μάη 2020. Έπαιζε με κάποια νευρικότητα στα χέρια, τα κλειδιά του πατρικού του σπιτιού. Είχε να μπει με κλειδί από τότε που παντρεύτηκε. Άλλωστε δεν τα χρειαζόταν κιόλας. Πάντα του άνοιγε κάποιος άλλος.
Μπήκε από την πίσω μεριά του σπιτιού, από τη μεριά του κήπου. Αχ, αυτός ο κήπος. Άλλοτε τέτοια εποχή ήταν στα φόρτε του. Θρασομανούσαν τριανταφυλλιές σ’ όλα τα χρώματα. Από λευκές και κίτρινες, μέχρι πορτοκαλιές, ροζ, κόκκινες και άλικες στο χρώμα του σκοτωμένου αίματος.
Χώρια οι ντάλιες, οι ορτανσίες, οι κάλες, οι ζήνιες και οι γλαδιόλες. Και τρία τέσσερα ξινά, πορτοκαλιές και λεμονιές. Πάντα εκείνη τον ήθελε τον κήπο περιποιημένο. Σε κάθε δέντρο και λουλούδι ο ανάλογος λάκκος για να ποτίζονται σωστά.
Τώρα τον υποδέχτηκαν δυο τρεις μαραζωμένες τριανταφυλλιές και κάτι γλάστρες ατάκτως εριμμένες. Α ναι και ο Τίγρης, ο γάτος που είχε υπό την προστασία της.
Ανέβηκε την ετοιμόρροπη σιδερένια σκάλα που οδηγεί στην βεράντα. Άνοιξε την πόρτα της κουζίνας και μόλις μπήκε μέσα τον χτύπησε στα ρουθούνια η μυρωδιά της κλεισούρας.
Το σπίτι είχε ν’ ανοιχτεί καιρό. Έκανε με το πάσο του μια βόλτα στα δωμάτια και χάιδευε με το βλέμμα έπιπλα παλιά, παροπλισμένα και εκτός εποχής, φωτογραφίες σε κορνίζες, κεντήματα που είχε φτιάξει εκείνη σε βαριά κάδρα, μπιμπελό.
Πύκνωναν μέσα του παρουσίες απούσες, προσώπων που έφυγαν για αλλού. Ανακαλούσε στη μνήμη του σκηνές του πρότερου οικογενειακού του βίου.
Τώρα μόνο αυτός εδώ και ο Τίγρης. Βγήκε πάλι στη βεράντα, άναψε τσιγάρο και κοίταγε τον ρημαγμένο κήπο. Έσβησε τη γόπα με δύναμη σ’ ένα παλιό τασάκι, κατέβηκε τη σκάλα και άνοιξε το λάστιχο…
