Φρέσκα

η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνογλου

του Γιώργου Βαϊλάκη

 

Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996) ήταν γόνος αστικής οικογένειας από τη Θεσσαλονίκη, στην ιδιοκτησία
της οποίας υπήρχε μια κλωστοϋφαντουργία. Ο νεαρός ποιητής απέτυχε ή απέφυγε, ωστόσο, να ενταχθεί στο
αναμενόμενο μοντέλο της επαγγελματικής διαδοχής αδυνατώντας να συμφιλιωθεί με τη φύση της
συγκεκριμένης εργασίας. Αναπόφευκτα, τον θάνατο του πατέρα ακολούθησε μία παρατεταμένη παρακμή.
Πάντως νωρίτερα, ο ποιητής είχε εμφανιστεί στα γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία με τη μονόπρακτη ενότητα
«Θάλασσα και συγχρονισμός» (1951), στην οποία διαφαίνεται μια πρώιμη και έντονη οδύνη: «Ακόμα μια νύχτα
σπαταλημένη. Ακόμα μια / νύχτα / κάτω από τους ίδιους αστερισμούς. Περιμένουμε / χωρίς να περιμένουμε, /
ελπίζουμε χωρίς να ελπίζουμε». Συνολικά, από τη δεκαετία του ’50 είχε πολλές ιστορίες να διηγηθεί: ταξίδια,
παραθερισμοί, βόλτες με τζιπ, στρατιωτική θητεία. Αλλά και λίγο αργότερα όταν λάτρεψε τη Γαλλία, όπου σε
σχετικά μεγάλη ηλικία βρέθηκε για σπουδές φιλολογίας, ξοδεύοντας τα κατάλοιπα της οικογενειακής
περιουσίας. Αυτή η σχεδόν μυθική εποχή για εκείνον, είχε πια παρέλθει ως μία ακόμα ανάμνηση.

Η ασυνήθιστη οικονομική δυσχέρεια στην οποία περιέπεσε, σε συνδυασμό με την ερωτική ιδιοτυπία του σε
εποχές απόλυτης κατακραυγής της ομοφυλοφιλίας, δημιούργησαν συνθήκες απροσπέλαστης απελπισίας σ’
έναν άνθρωπο ιδιαίτερα ευαίσθητο κι αξιοπρεπή. Ως εκ τούτου, το θέαμα της διαπόμπευσής του από κοινωνικά
αποβράσματα στο ζαχαροπλαστείο «Αχίλλειον» της Θεσσαλονίκης ή οι βρισιές που άγνωστοι έγραφαν στις
σκάλες της πολυκατοικίας που διέμενε, αποτελούν εν μέρει μια εξήγηση για την πληγωμένη εσωστρέφεια και
την πνιγηρή απομόνωση του ποιητή. «Μέσα σ’ αυτή τη διαπάλη μεταξύ του εξωτερικού κόσμου και του
εσωτερικού», εξηγεί ο ίδιος, «γεννιέται μια σύγκρουση, ένα δράμα, που εξωτερικεύεται με μια στιχουργική
προσωπική, μέσα σε μια θεματολογία που υπαγορεύεται από την ίδια την ψυχοσύνθεση του ποιητή, από τον
ιδιαίτερο ψυχισμό του». Η ερημία, λοιπόν, έμελλε να γίνει σταδιακά η μόνιμη συνθήκη του έργου του, η
κυριαρχική παρουσία μιας μοναξιάς που αποδίδεται με πηγαίο λυρισμό: «παγώνεις με την άνοιξη, το φως της σε
ταλαιπωρεί / κι η πόλη σου είναι ξένη».

Οι επτά ποιητικές ενότητες («Αισθηματική ηλικία», «Δύσκολος θάνατος», «Ο θάνατος του Μύρωνα», «Ποιήματα
για ένα καλοκαίρι», «Νοσοκομείο εκστρατείας», «Ποιήματα της τελευταίας άνοιξης» και «Αργό πετρέλαιο») οι
οποίες απαρτίζουν την οριστική έκδοση 122 ποιημάτων του με τίτλο «Ο δύσκολος θάνατος», αποτελούν
αποσπάσματα μιας εξομολόγησης που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε με κύριο σκηνικό τη γενέθλια πόλη ̇ μόνο που ο
χώρος δράσης μεταμορφωνόταν σε συναισθηματικό τοπίο, με τον ποιητή να πρωτοπορεί στην εισαγωγή
μοντέρνων στοιχείων που συνυπήρχαν επιδέξια με μια μεσοπολεμική σκηνοθεσία. Στην ποίηση του Ασλάνογλου
η καθημερινότητα αποτυπώνεται μέσα από χαμηλωμένα φώτα, φωνές που σβήνουν, μια ομίχλη φωτεινή, βροχή
και δάκρυα, μουσική και ψιθυρίσματα αλλά και μεγάφωνα ανοιχτά, αυτοκίνητα, φώτα ηλεκτρικά, σφαιριστήρια,
γήπεδα, παραθαλάσσια καφενεία, θέρετρα, παγωμένα γιαπιά, λάσπες, νεόχτιστα, θρύψαλα, χειρουργεία,
λειτουργίες ερωτικές και τέφρα, ασφάλτους που πύρωσε η ημέρα και ένα επίμονο ψιχάλισμα, εργατουπόλεις και
σκοτεινά τοπία, μηχανές και εργοστάσια, φώτα του γκαζιού και σκονισμένες θάλασσες, πράσινες ακρογιαλιές
και ερειπωμένους σταθμούς, κτίρια γυμνά και ελπιδοφόρα σήματα, γνώριμα κλειστά τοπία και ένα ζεστό
συννεφιασμένο πρωινό…

Η διάθεση αυτής της εξομολόγησης επιτείνεται στις «Ωδές στον Πρίγκηπα» (1981), μια συλλογή με 16 ολιγόστιχα ποιήματα, όπου ο τόνος γινόταν αμεσότερος, οι ανισότητες της ζωής και ο παραλογισμός των καταστάσεων έχουν πια επιβληθεί στη συνείδηση του ποιητή που εν προκειμένω έβλεπε ότι τίποτε δεν αλλάζει. Οι σχέσεις διαλύθηκαν, η παιδικότητα χάθηκε για πάντα και ό,τι απέμεινε ήταν ένας νηφάλιος απολογισμός της απώλειας: «Σαν το μικρό παιδί που μεγαλώνει / άξαφνα. Χάνει προνόμια και σκληρά παιχνίδια. Αφήνεται / σε δισκοθήκες και σε μπαρ.

Πεθαίνοντας / πάνω σε φύλλα φθινοπωρινά τρέφεται αλόγιστα / με παραισθησιογόνα».
Ως προς τις καλλιτεχνικές καταβολές του, είναι φανερή η έντονη επίδραση του συμβολισμού αλλά και η
υιοθέτηση μιας αντίληψης της ποιητικής τέχνης απόλυτα εργαστηριακής. Δεν αποτυπώνεται ένα γεγονός
απευθείας, ούτε καταγράφεται η άμεση εντύπωση που του προκαλείται. Αντιθέτως, αφήνει να «κρυώσει» και να
σχηματοποιηθεί σε μια στερεοποιημένη ανάμνηση. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγει τις υπέρμετρες
συναισθηματικές εξάρσεις και τον εύκολο μελοδραματισμό ενώ προσεγγίζει το βίωμα μέσα από μια πιο
ψύχραιμη αντιμετώπιση.

Σαφώς οφείλει στον συμβολισμό την επιδίωξη να απορρέει η μουσική από τον στιχουργημένο λόγο,
χρησιμοποιώντας κάθε δυνατότητα ηχητικών και αρμονικών συνδυασμών που έχουν οι λέξεις ως φωνές, ήχοι
και τελικά ως υλικό αποτελούμενο από μελωδίες και ρυθμούς: «Θέλω να γράψω ποιήματα ηλιόλουστα / επάνω
στα ακρογιάλια των χεριών σου». Παράλληλα, προσπάθησε επίμονα να αποστειρώσει τις λέξεις από το
καθημερινό τους νόημα εντάσσοντάς τες σε στιχουργικές μουσικών συνδυασμών που δημιουργούν αισθητική
σαγήνη: «Ερείπιο απ’ τα ναρκωτικά του ήλιου έρχεσαι / ν’ αποτελειώσεις την παλιά συνομιλία / να με ξεπλύνεις
απ’ την περασμένη άνοιξη / κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά / όσο παλιώνω». Ταυτόχρονα, αυτή η
μουσική της γλώσσας αποτελεί το περιτύλιγμα μιας ποίησης σε καθαρή μορφή, μιας ποιητικής έκφρασης προς
την αναζήτηση της ουσίας της με στίχους σαν κρύσταλλα πολυεδρικά: «Οι χαραμάδες στην ασήμαντη ζωή μου /
είναι λυγμός καλοκαιριού στα πρόθυρα χειμώνα»…

Πηγή: http://www.e-poema.eu/poem.php?id=45