Μικρές ιστορίες τέχνης – Πράσινη γραμμή, Όλγα Ροζάνοβα
της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου
Στη μεγάλη στροφή του ποταμού Μοσκβά, στο κοιμητήριο Νοβοντέβιτσι, στις 8 Νοεμβρίου του 1918, θάφτηκε κοντά στον Άντον Τσέχωφ μια νέα γυναίκα, η Όλγα Ροζάνοβα, νικημένη από τη διφθερίτιδα, μια νόσο που παρέμενε ακόμα διαδεδομένη παρά την μόλις λίγα χρόνια πριν ανακάλυψη του εμβολίου. Ήταν 32 χρονών, και το μνήμα της βρισκόταν ανάμεσα στα ένδοξα μνήματα του Γκόγκολ, του Τολστόι και λοιπών επιφανών ανδρών που η μοίρα τα διατήρησε ως σήμερα, επιλέγοντας όμως το δικό της, το μνήμα μιας γυναίκας, να χαθεί για πάντα. Κι αν δεν υπήρχαν οι πίνακές της κληροδότημα ίσως είχε χαθεί και η μνήμη της.
Η Ροζάνοβα, ζωγράφος αλλά και με άλλες καλλιτεχνικές ιδιότητες ανήκει στο κίνημα του κυβοφουτουρισμού και του σουπερματισμού της ρώσικης πρωτοπορίας. Οι τελευταίοι πίνακές της, πρωτοποριακοί για την εποχή, μοιάζουν να είναι συνδεδεμένοι με το μέλλον του ανθρώπου που θέλει να εκφράσει τον πολύπλοκο ψυχισμό του ζώντας περισσότερο από ποτέ με αφηρημένες έννοιες και μακρυά από το κήρυγμα της ηθικής. Αυτές οι σπουδές χρώματος της Ροζάνοβα έρχονται νωρίτερα απ’ όλα τα διάσημα έργα που θα ακολουθήσουν πολύ αργότερα στον αιώνα από ζωγράφους όπως ο Rothko ή ο Albers και εγκαινιάζουν πρώτοι την αφηρημένη ζωγραφική του 20ου αιώνα.
«Μόνο στην ανεξαρτησία και την απόλυτη ελευθερία υπάρχει η τέχνη» έγραφε η Όλγα Ροζάνοβα, λίγους μόνο μήνες πριν πεθάνει ενώ τον προηγούμενο χρόνο, 1917, είχε φιλοτεχνήσει τον πιο γνωστό της πίνακα «Πράσινη γραμμή» που έμελλε να αποτελέσει και την αρχή ενός έργου ζωής για έναν οδηγό πρεσβείας, ελληνικής καταγωγής, τον Γιώργο Κωστάκη.
Το 1946 ο Κωστάκης είδε τον πίνακα σε κάποιο παλαιοπωλείο και τον αγόρασε. Τον πήγε στο διαμέρισμά του και τον κρέμασε στον τοίχο. Τότε αισθάνθηκε σαν να συνέβει κάτι μαγικό, σαν το δωμάτιο να απέκτησε ένα ακόμα παράθυρο από το οποίο έμπαινε ένα δυνατό φως. Ο πίνακας έσβηνε και κυριαρχούσε σε όλους τους άλλους πίνακες του δωματίου. Αποφάσισε να πουλήσει όλες τις μέχρι τότε συλλογές του ακόμα και φημισμένους πίνακες Ολλανδών ζωγράφων και να αφιερωθεί στη ρωσική πρωτοπορία μακρυά από το κυρίαρχο συλλεκτικό γούστο, συλλέγοντας πίνακες που όχι μόνο δεν ήθελε κανείς μα ήταν και επικίνδυνο να κατέχει καθώς το καθεστώς είχε κηρύξει αυτή την τέχνη επιζήμια και τους καλλιτέχνες της αναξιόπιστους.
Ο Κωστάκης με μανία και πάθος έψαξε παντού γι αυτούς τους πίνακες, σε σπίτια, εξοχικά, αποθήκες, μπαούλα όπου μπορεί να χρησίμευαν ακόμα και για τραπεζομάντιλα, παραπετάσματα, κουρτίνες για μπάνιο ή για να σφαγίσουν χαλασμένα παράθυρα. «Ο περίεργος Έλληνας που συλλέγει σκουπίδια» έλεγαν γι αυτόν. Όμως ήδη τη δεκαετία του ΄60 το σπίτι του Κωστάκη ήταν ένα μουσείο και συγκαταλεγόταν στα αξιοθέατα της Μόσχας, γνωστό στη διεθνή καλλιτεχνική κοινότητα, διατηρώντας ακόμα και βιβλίο επισκεπτών με διάσημα ονόματα όπως των Στραβίνσκι, Ροκφέλερ, Έντουαρντ Κένεντυ, Σανγκάλ, κλπ.
Η συνέχεια της ιστορίας για τη συλλογή Κωστάκη είναι λίγο έως πολύ γνωστή. Περί το 80% των έργων, το πιο αστραφτερά που κατείχε, αναγκάστηκε να τα αφήσει πίσω του παραχωρώντας τα στην γκαλερί Tretyakov, σε μια προσπάθεια να εξαγοράσει την ελευθερία του και να φύγει από την Σοβιετική Ένωση το 1977, με ότι μπορούσε να διασώσει, έπειτα από τις ισχυρές πιέσεις των μυστικών υπηρεσιών, με περίεργες απόπειρες κλοπής έργων από το σπίτι του, φωτιάς στη ντάτσα του και τηλέφωνα που χτυπούσαν μέσα στη νύχτα, σε μια προσπάθεια εκφοβισμού του. Κάποια έργα πουλήθηκαν ενώ το υπόλοιπο της συλλογής κατέληξε στο μουσείο μοντέρνας τέχνης της Θεσσαλονίκης, στη Μονή Λαζαριστών.
Ο Γιώργος Κωστάκης με τη φιλοτεχνία και τον πόθο του για την τέχνη ίσως να αναζητούσε τη διάκριση που τελικά κατέκτησε. Ίσως η κατοχή τέχνης να έδινε το κύρος του αριστοκράτη στον με στερημένη την εκπαίδευση αστό. Ίσως να ήταν απλά το νόημα της ζωής του. Αναμφίβολα πάντως ο πίνακας «Πράσινη γραμμή» της Ροζάνοβα υπήρξε η αρχή των πάντων. Όπως θα γράψει ο ίδιος ήταν «η φωνή του Θεού». «Δεν ήσουν εσύ που ήθελες να φωτίσεις τον κόσμο με καταρράκτες χρώματος;» θα πει προφητικά ο Αλεξάντερ Ροτσένκο για τον θάνατο της Ροζάνοβα.