Φρέσκα

Τα καλοκαίρια δεν θα είναι πια γλυκά

του Αλέξανδρου Χριστομάνου

 

Ήρθαν γελαστοί, λίγους μήνες μετά από μας. Φαίνεται ότι είχαν ζήσει στριμωγμένα σε κάνα ισόγειο η και υπόγειο, διότι ο μικρός το διασκέδασε πολύ να ανέβει με τα πόδια έως στο δεύτερο. Όλη μέρα κρέμονταν σαν πλυμένη πετσέτα στα κάγκελα του δευτέρου.

Ο μπαμπάς του αγόρασε ένα μικρό κρεμαστό τραπεζάκι με δυο αναδιπλούμενες καρεκλίτσες για το μπαλκόνι τους. Εκεί κάθε απόγευμα έτρωγαν μαζί κόκκινα καρπούζια. Η μάνα τα έκανε φέτες και οι δυο άντρες του σπιτιού, τα αποτελείωναν με ευχαρίστηση. Φορές φορές, ο μικρός τους απέναντι έβγαζε το χεράκι του απ τα κάγκελα και χαιρετούσε το παιδί μας. Κάτι έλεγαν στην γλώσσα τους, κουνώντας τα ανοιχτά παλαμάκια, σαν μικρά φύλλα μιας αρμπαρόριζας. Και όλα τσουλούσαν καλά, ως που ξαφνικά ένα απόγευμα η φαμίλια τους δεν βγήκε να κόψει το καρπούζι. Ούτε και την άλλη μέρα. Το τραπεζάκι τους άρχισε να ασπρίζει από τη σκόνη του δρόμου.

Κάπου χαθήκαν, καθώς το παιδί μας συνέχιζε να βγάζει το χεράκι απ τα κάγκελα, και χαιρετούσε εν απουσία το παιδάκι απέναντι. Του λέγαμε, «Ηρέμησε παιδί μου. Όταν επιστρέψει το ξανά χαιρετάς.» «Όχι, θέλω τωλα..» επέμενε σαν να προαισθάνθηκε το κακό.

Λίγες μέρες αργότερα, εμείς οι μεγάλοι μάθαμε ότι το παιδάκι τους νικήθηκε από λευχαιμία. Βεβαίως και πικραθήκαμε. Και πολύ, μάλιστα. Έφυγε στα αστέρια ο μικρούλης τους, πριν ωριμάσουν τα καρπούζια. Έτσι, ένα μικρό καντήλι καίει ημερόνυχτα πάνω στα παιχνιδάκια του. Αχνοφαίνεται την μέρα και λαμπαδιάζει τα βράδια.

Αργά πέρασαν οι ζεστές μέρες με τα καρπούζια, και ήρθε το φθινόπωρο, όταν ξαφνικά ένα απόγευμα ο μπαμπάς του, βγήκε μοναχός στο μπαλκόνι με ένα όλο κίτρινο πεπόνι στο χέρι. Η γυναίκα του, δεν τον ακολούθησε να του το κάνει φέτες. Ντύθηκε γρήγορα στα μαύρα και κατέβηκε να πάρει το λεωφορείο για το Κόκκινο Μύλο.

Κατέβηκε στο κοιμητήριο, έκλαψε ως αργά το παιδάκι της, και επέστρεψε με δυο μαύρες κύκλους κάτω από τα μάτια. Περιέργως, με το σύζυγο της που καθάρισε μόνος το πεπόνι, δεν αντάλλαξε καμία κουβέντα, ενώ αυτός συνέχεα άλλαζε θέση στις καρέκλες. Φαίνεται δεν τον βαστούσε πια αυτό το σπίτι.

Ως που μια μέρα, μαθεύτηκε ότι το έσκασε με την ράφτρα στην γωνία. Τώρα στο μπαλκόνι τους δεν βγαίνει κανείς. Ούτε και εμάς αρέσει να βγούμε ξανά στο μπαλκόνι μας. Αν καμιά φορά θα βγούμε για λίγο, δεν θα κάτσουμε ποτέ να φάμε εκεί καρπούζι. Τα καλοκαίρια δεν θα είναι πια γλυκά, ούτε και για μας. 

φωτό: Αλέξανδρου Χριστομάνου