Το κοριτσάκι με τις γαρδένιες
της Βιτάλια Ζίμμερ
Πάνε χρόνια που βρέθηκα σε ένα bar cafe στο Κολωνάκι. Ήταν χειμώνας. Εκεί εργαζόταν στη μπάρα μία φίλη του συζύγου μου, η Στέλλα. Πήγαμε σχετικά αργά και πίνουμε ποτό. Ξαφνικά εμφανίζεται ένα πραγματικά πολύ όμορφο κατάξανθο κοριτσάκι με καθαρά ρούχα. Μας έδωσε μία γαρδένια. Της δώσαμε χρήματα αν και γνωρίζαμε πολύ λειτουργεί όλο αυτό το σκηνικό. Απλώνει το μικρό της χεράκι και παίρνει το χαρτονόμισμα. Θα πει “ευχαριστώ” και θα πάει στη Στέλλα. “Πόσο έχει μία ζεστή σοκολάτα;” Η Στέλλα θα της πει. Γυρνάει από την άλλη και μετράει τα χρήματά της. Αφού βεβαιώθηκε ότι τα χρήματα επαρκούν τη ζήτησε.
Παρεμβαίνουμε αποφασιστικά. Η λαχταριστή ζεστή σοκολάτα θα πληρωθεί από εμάς. Θα ζητήσουμε να κάτσει στο τραπέζι μας. Δεν μπορώ να βλέπω ασυνόδευτα μικρά παιδιά. Μετά από λίγα λεπτά καταφθάνει η Στέλλα με μία τεράστια κούπα γεμάτη αχνιστή λαχταριστή ζεστή σοκολάτα. Το κοριτσάκι δεν μπορεί να την σηκώσει και χρησιμοποιεί και τα δύο της χεράκια. Μοιραία κάνουμε συζήτηση. Είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε δράση. Μετά από λίγη ώρα ανεβαίνει μία κυρία. Η μαμά της. Θα καθίσει μαζί μας. Είναι χήρα άνεργη. Ντρέπεται πολύ για αυτό που κάνει. Η Στέλλα θα φέρει άλλη μία σοκολάτα για τη μαμά. “Οι δύο σοκολάτες είναι προσφορά του καταστήματος” είπε η Στέλλα. Ψέμα, τα πλήρωσε από την τσέπη της.
“Χρειαζόμαστε χρήματα για να ζήσουμε. Έχω κάνει τα πάντα.” Στο διπλανό τραπέζι κάθεται ο πλέον κατάλληλος άνθρωπος. Γόνος πλούσιας οικογένειας. Της έδωσε ένα χαρτάκι. “Δεν χρειάζονται χρήματα για να ζήσετε. Μία καλή και αξιοπρεπή δουλειά θέλετε. Οδος …… αριθμός …. κος …….”.
Το κοριτσάκι έγινε γιατρός. Παιδίατρος.
