Φρέσκα

On the road…Στην Ανάφη

της Αλεξάνδρας Λαμπροπούλου

 

Ήταν ένα ταξίδι ενδοστρέφειας. Έτσι το είχε ονομάσει. Περισσότερο από την ανάγκη του να βρει απαντήσεις
στις αδιόρατες έγνοιες του, τις οποίες ούτε μπορούσε, ούτε ήθελε να τις ονοματίσει. Ή ακόμα καλύτερα ήθελε
να τις κάνει να εξαφανιστούν, να πάψουν το θόρυβο. Ήταν πολλά αυτά που τον έτρωγαν. Τον έβαζαν κάτω, τον
πατούσαν και τον τσάκιζαν όλο το χειμώνα. Ήρθε και η κρίση και το πράγμα απόγινε. Ούτε ήξερε από που να το
πιάσει. Τα οικογενειακά του; τα επαγγελματικά του; τα ερωτικά του; Όλα ένα κουβάρι…

I am just a poor boy
Though my story’s seldom told
I have squandered my resistance
For a pocketful of mumbles
Such are promises
All lies and jest
Still, a man hears what he wants to hear
And disregards the rest

Από το Μάρτη, πριν καν καλά καλά μπει η Άνοιξη, το είχε αποφασίσει. Και όλο το ονειρευόταν. «Τον Αύγουστο
θα πάω στην Ανάφη» έλεγε στον εαυτό του. «Θα πάρω το πλοίο της γραμμής και θα τα ρίξω όλα στη θάλασσα.
Όταν θα φτάσω στο νησί θα είναι σαν να έχω ξαναβαπτιστεί».

Σαν τους αργοναύτες και αυτός, έβλεπε στο νησί τη σωτηρία του. Και το είχε κάνει και εικόνα. Εκείνος, στην
κουπαστή του πλοίου, βράδυ, να πετά μυστικά στη θάλασσα όλο το βαρύ φορτίο της ζωής του. Και όλο να πετά,
και να πετά, και να ξαλαφρώνει. Και είχε και μουσική το όνειρο. Αντηχούσε μέσα στο κεφάλι του σαν
παυσίλυπο. The boxer, Simon and Garfunkel. Ήταν και αυτός ένας άλλος μποξέρ που πάλευε για τη ζωή του,
όπως όλοι. Αλλά η φετινή χρονιά, του είχε καταφέρει μερικά γερά χτυπήματα που τον είχα ξαπλώσει αναίσθητο.

When I left my home and my family
I was no more than a boy
In the company of strangers
In the quiet of a railway station
Running scared
Laying low, seeking out the poorer quarters
Where the ragged people go
Looking for the places only they would know

Είχε μείνει από τα επτά του ορφανός, μετά το αυτοκινητιστικό ατύχημα των γονιών του. Τον μεγάλωσαν οι
παππούδες του, οι οποίοι είχαν φύγει και αυτοί πλέον. Ελάχιστους συγγενείς είχε. Πάλευε με δυσκολία, χωρίς
βοήθεια.
Όταν ο Αύγουστος έφτασε, πήρε την κιθάρα, το slipping bag και τη σκηνή, τα φόρτωσε στη μηχανή του και
έφυγε για το νησί. Μόνος του. Το ταξίδι με το πλοίο ήταν περίεργο και μεγάλο. Έντεκα ώρες με το Πρέβελη,
παλιό σκαρί. «Σαπίτης» σκέφτηκε, σαν και εμένα. Τα συναισθήματά του ήταν επάνω σε roller coaster, και με τα
μποφόρ εκείνο το βράδυ έφτασε στο νησί με ναυτία. Τον κούρασε το ταξίδι. Δεν ήταν πια είκοσι χρονών. Είχε
πατήσει τα σαράντα τρία. Μέσα του όμως ήταν ακόμα ένα μικρό αγόρι. Το επτάχρονο που έμεινε μόνο του,
πέφτοντας απότομα από τη φωλιά.

Now the years are rolling by me
The are rocking easily
I am older than I once was
And younger than I’ll be
But that’s not unusual
No, it isn’t strange
After changes upon changes
We are more or less the same
After changes we are
More or less the same

Έστησε τη σκηνή του στον Ρούκουνα και έμεινε εκεί δεκαπέντε μέρες. Δεν πήγε πουθενά αλλού. Δεν τον
ενδιέφερε να δει τίποτε άλλο. Χάρηκε τη θάλασσα, το αλάτι και την ανέμελη απλυσιά, που έψησαν το πονεμένο
του κορμί και καταλάγιασαν τον πόνο της ψυχής του. Γνώρισε κόσμο από τις γειτονικές σκηνές, έγιναν όλοι μια
παρέα. Τα βράδια έπαιζε με την κιθάρα του και κοιτούσε τον έναστρο καθαρό ουρανό που δεν τον έβλεπε στην
πόλη.
Βαφτιζόταν καθημερινά στη θάλασσα. Τις έγνοιες του μήτε που τις ξανασκέφτηκε. Μήτε και βρήκε λύση για
τίποτε. Όλα θα τον περίμεναν όπως ακριβώς τα άφησε. Όμως κοιμόταν κάθε βράδυ βαθιά, σαν παιδί
ανέγνοιαστο και έβλεπε πάλι το όνειρο το παιδικό. Πετούσε. Όλο και πετούσε. Το πρωί ο καφές του ήταν τόσο
γλυκός! Σκεφτόταν πόσο ωραία είναι η ζωή, όπως και να είναι.
Και όλο αυτό που έζησε, του έδωσε τη δύναμη να ξανασηκωθεί από το έδαφος, και να πει μέσα του:
«Και να πάνε να γαμηθούνε όλα»…

Of every glove that laid him down
And cut him till he cried out
In his anger and his shame
“I am leaving, I am leaving”
But the fighter still remains
Lie-la-lie…

 

1 Trackback / Pingback

  1. On the road…Στην Ανάφη — imaginistes | Mon site officiel / My official website

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.